τρέφω Verb  [trefo, trefw]

  Verb
(2)
  Verb
(1)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)

Etymologie zu τρέφω

τρέφω altgriechisch τρέφω


GriechischDeutsch
Γι 'αυτό του είπα, "κ Δήμαρχε, περιμένεις από μένα να σε τρέφω εσένα και το μισό δημαρχείο για το τίποτα;"Also sagte ich: "Herr Bürgermeister, soll ich etwa Sie... und die halbe Stadt umsonst ernähren?

Übersetzung nicht bestätigt

Δεν μπορώ μια ολόκληρη ζωή να σε τρέφω με μπιμπερό!Ich kann dich nicht dein Leben lang mit der Flasche ernähren!

Übersetzung nicht bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu τρέφω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
τρέφωτρέφουμε, τρέφομετρέφομαιτρεφόμαστε
τρέφειςτρέφετετρέφεσαιτρέφεστε, τρεφόσαστε
τρέφειτρέφουν(ε)τρέφεταιτρέφονται
Imper
fekt
έτρεφατρέφαμετρεφόμουν(α)τρεφόμαστε, τρεφόμασταν
έτρεφεςτρέφατετρεφόσουν(α)τρεφόσαστε, τρεφόσασταν
έτρεφεέτρεφαν, τρέφαν(ε)τρεφόταν(ε)τρέφονταν, τρεφόντανε, τρεφόντουσαν
Aoristέθρεψαθρέψαμετράφηκα
θράφηκα
τραφήκαμε
θραφήκαμε
έθρεψεςθρέψατετράφηκες
θράφηκες
τραφήκατε
θραφήκατε
έθρεψεέθρεψαν, θρέψαν(ε)τράφηκε
θράφηκε
τράφηκαν, τραφήκαν(ε)
θράφηκαν, θραφήκαν(ε)
Per
fekt
έχω θρέψει
έχω θρεμμένο
έχουμε θρέψει
έχουμε θρεμμένο
έχω τραφεί
έχω θραφεί
είμαι θρεμμένος, -η
έχουμε τραφεί
έχουμε θραφεί
είμαστε θρεμμένοι, -ες
έχεις θρέψει
έχεις θρεμμένο
έχετε θρέψει
έχετε θρεμμένο
έχεις τραφεί
έχεις θραφεί
είσαι θρεμμένος, -η
έχετε τραφεί
έχετε θραφεί
είστε θρεμμένοι, -ες
έχει θρέψει
έχει θρεμμένο
έχουν θρέψει
έχουν θρεμμένο
έχει τραφεί
έχει θραφεί
είναι θρεμμένος, -η, -ο
έχουν τραφεί
έχουν θραφεί
είναι θρεμμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα θρέψει
είχα θρεμμένο
είχαμε θρέψει
είχαμε θρεμμένο
είχα τραφεί
είχα θραφεί
ήμουν θρεμμένος, -η
είχαμε τραφεί
είχαμε θραφεί
ήμαστε θρεμμένοι, -ες
είχες θρέψει
είχες θρεμμένο
είχατε θρέψει
είχατε θρεμμένο
είχες τραφεί
είχες θραφεί
ήσουν θρεμμένος, -η
είχατε τραφεί
είχατε θραφεί
ήσαστε θρεμμένοι, -ες
είχε θρέψει
είχε θρεμμένο
είχαν θρέψει
είχαν θρεμμένο
είχε τραφεί
είχε θραφεί
ήταν θρεμμένος, -η, -ο
είχαν τραφεί
είχαν θραφεί
ήταν θρεμμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα τρέφωθα τρέφουμε, θα τρέφομεθα τρέφομαιθα τρεφόμαστε
θα τρέφειςθα τρέφετεθα τρέφεσαιθα τρέφεστε, θα τρεφόσαστε
θα τρέφειθα τρέφουν(ε)θα τρέφεταιθα τρέφονται
Fut
ur
θα θρέψωθα θρέψουμε, θα θρέψομεθα τραφώ
θα θραφώ
θα τραφούμε
θα θραφούμε
θα θρέψειςθα θρέψετεθα τραφείς
θα θραφείς
θα τραφείτε
θα θραφείτε
θα θρέψειθα θρέψουν(ε)θα τραφεί
θα θραφεί
θα τραφούν(ε)
θα θραφούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω θρέψει
θα έχω θρεμμένο
θα έχουμε θρέψει
θα έχουμε θρεμμένο
θα έχω τραφεί
θα έχω θραφεί
θα είμαι θρεμμένος, -η
θα έχουμε τραφεί
θα έχουμε θραφεί
θα είμαστε θρεμμένοι, -ες
θα έχεις θρέψει
θα έχεις θρεμμένο
θα έχετε θρέψει
θα έχετε θρεμμένο
θα έχεις τραφεί
θα έχεις θραφεί
θα είσαι θρεμμένος, -η
θα έχετε τραφεί
θα έχετε θραφεί
θα είστε θρεμμένοι, -ες
θα έχει θρέψει
θα έχει θρεμμένο
θα έχουν θρέψει
θα έχουν θρεμμένο
θα έχει τραφεί
θα έχει θραφεί
θα είναι θρεμμένος, -η, -ο
θα έχουν τραφεί
θα έχουν θραφεί
θα είναι θρεμμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να τρέφωνα τρέφουμε, να τρέφομενα τρέφομαινα τρεφόμαστε
να τρέφειςνα τρέφετενα τρέφεσαινα τρέφεστε, να τρεφόσαστε
να τρέφεινα τρέφουν(ε)να τρέφεταινα τρέφονται
Aoristνα θρέψωνα θρέψουμε, να θρέψομενα τραφώ
να θραφώ
να τραφούμε
να θραφούμε
να θρέψειςνα θρέψετενα τραφείς
να θραφείς
να τραφείτε
να θραφείτε
να θρέψεινα θρέψουν(ε)να τραφεί
να θραφεί
να τραφούν(ε)
να θραφούν(ε)
Perfνα έχω θρέψει
να έχω θρεμμένο
να έχουμε θρέψει
να έχουμε θρεμμένο
να έχω τραφεί
να έχω θραφεί
να είμαι θρεμμένος, -η
να έχουμε τραφεί
να έχουμε θραφεί
να είμαστε θρεμμένοι, -ες
να έχεις θρέψει
να έχεις θρεμμένο
να έχετε θρέψει
να έχετε θρεμμένο
να έχεις τραφεί
να έχεις θραφεί
να είσαι θρεμμένος, -η
να έχετε τραφεί
να έχετε θραφεί
να είστε θρεμμένοι, -ες
να έχει θρέψει
να έχει θρεμμένο
να έχουν θρέψει
να έχουν θρεμμένο
να έχει τραφεί
να έχει θραφεί
να είναι θρεμμένος, -η, -ο
να έχουν τραφεί
να έχουν θραφεί
να είναι θρεμμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presτρέφετρέφετετρέφεστε
Aoristθρέψεθρέψτεθρέψουτραφείτε, θραφείτε
Part
izip
Presτρέφονταςτρεφόμενος
Perfέχοντας θρέψει, έχοντας θρεμμένοθρεμμένος, -η, -οθρεμμένοι, -ες, -α
InfinAoristθρέψειτραφεί, θραφεί













Griechische Definition zu τρέφω

τρέφω [tréfo] -ομαι Ρ αόρ. έθρεψα, απαρέμφ. θρέψει, παθ. αόρ. τράφηκα, απαρέμφ. τραφεί, μππ. θρεμμένος· (βλ. και θρέφω) : I1. δίνω τροφή σε άνθρωπο ή σε ζώο: τρέφω το πουλάκι με σπόρους. Ο άνθρωπος τρέφεται με ζωικές και φυτικές τροφές, τρώει. Tα άλογα τρέφονται με σανό, τρώνε. || (παθ., για φυτά) παίρνω τα θρεπτικά συστατικά από το έδαφος. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback