τρέπω Verb  [trepo, trepw]

(0)

Etymologie zu τρέπω

τρέπω altgriechisch τρέπω proto-indogermanisch *terkʷ- (γυρίζω, στρέφω) (Ισχυρό θέμα τρεπ- και κατά μετάπτωση τρα- πρβ ευτράπελος, καθ΄ ετεροίωση τροπ- πρβ τροπή)


GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.

Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu τρέπω


AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
τρέπωτρέπουμε, τρέπομεtrepomai">τρέπομαιτρεπόμαστε
τρέπειςτρέπετετρέπεσαιτρέπεστε, τρεπόσαστε
τρέπειτρέπουν(ε)τρέπεταιτρέπονται
Imper
fekt
έτρεπατρέπαμετρεπόμουν(α)τρεπόμαστε, τρεπόμασταν
έτρεπεςτρέπατετρεπόσουν(α)τρεπόσαστε, τρεπόσασταν
έτρεπεέτρεπαν, τρέπαν(ε)τρεπόταν(ε)τρέπονταν, τρεπόντανε, τρεπόντουσαν
Aoristέτρεψατρέψαμετράπηκατραπήκαμε
έτρεψεςτρέψατετράπηκεςτραπήκατε
έτρεψεέτρεψαν, τρέψαν(ε)τράπηκεετράπηκαν, τραπήκαν(ε)
Per
fekt
έχω τρέψειέχουμε τρέψειέχω τραπείέχουμε τραπεί
έχεις τρέψειέχετε τρέψειέχεις τραπείέχετε τραπεί
έχει τρέψειέχουν τρέψειέχει τραπείέχουν τραπεί
Plu
per
fekt
είχα τρέψειείχαμε τρέψειείχα τραπείείχαμε τραπεί
είχες τρέψειείχατε τρέψειείχες τραπείείχατε τραπεί
είχε τρέψειείχαν τρέψειείχε τραπείείχαν τραπεί
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα τρέπωθα τρέπουμε, θα τρέπομεθα τρέπομαιθα τρεπόμαστε
θα τρέπειςθα τρέπετεθα τρέπεσαιθα τρέπεστε, θα τρεπόσαστε
θα τρέπειθα τρέπουν(ε)θα τρέπεταιθα τρέπονται
Fut
ur
θα τρέψωθα τρέψουμε, θα τρέψομεθα τραπώθα τραπούμε
θα τρέψειςθα τρέψετεθα τραπείςθα τραπείτε
θα τρέψειθα τρέψουν(ε)θα τραπείθα τραπούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω τρέψειθα έχουμε τρέψειθα έχω τραπείθα έχουμε τραπεί
θα έχεις τρέψειθα έχετε τρέψειθα έχεις τραπείθα έχετε τραπεί
θα έχει τρέψειθα έχουν τρέψειθα έχει τραπείθα έχουν τραπεί
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να τρέπωνα τρέπουμε, να τρέπομενα τρέπομαινα τρεπόμαστε
να τρέπειςνα τρέπετενα τρέπεσαινα τρέπεστε, να τρεπόσαστε
να τρέπεινα τρέπουν(ε)να τρέπεταινα τρέπονται
Aoristνα τρέψωνα τρέψουμε, να τρέψομενα τραπώνα τραπούμε
να τρέψειςνα τρέψετενα τραπείςνα τραπείτε
να τρέψεινα τρέψουν(ε)να τραπείνα τραπούν(ε)
Perfνα έχω τρέψεινα έχουμε τρέψεινα έχω τραπείνα έχουμε τραπεί
να έχεις τρέψεινα έχετε τρέψεινα έχεις τραπείνα έχετε τραπεί
να έχει τρέψεινα έχουν τρέψεινα έχει τραπείνα έχουν τραπεί
Imper
ativ
Presτρέπετρέπετετρέπεστε
Aoristτρέψετρέψτε, τρέψετετραπείτε
Part
izip
Presτρέποντας
Perfέχοντας τρέψει
InfinAoristτρέψειτραπεί



Griechische Definition zu τρέπω

τρέπω [trépo] -ομαι παθ. αόρ. τράπηκα, απαρέμφ. τραπεί : 1. στρέφω. α. κάνω κπ. ή κτ. να αλλάξει κατεύθυνση: H υπεροχή του αντιπάλου τον έτρεψε προς την οδό της επιστροφής. || (παθ.) αλλάζω πορεία: Ο εχθρός εγκαταλείπει την προσπάθεια να περάσει στην Πελοπόννησο και τρέπεται προς βορρά. (έκφρ.) τρέπω κπ. σε (άτακτη) φυγή, τον αναγκάζω να υποχωρήσει τρέχοντας και με επέκταση, τον απομακρύνω ή τον αποτρέπω εντελώς από κπ. ή από κτ.: Ορμούν και τρέπουν τον εχθρό σε άτακτη φυγή. Οι φωνές του ταμία έτρεψαν σε φυγή τους επίδοξους ληστές. Ήταν τόσο άσχημος που, μόλις τον είδε, τράπηκε σε φυγή. β. (μτφ.) κατευθύνω κπ. προς έναν ορισμένο τρόπο ζωής: Ο πατέρας του τον έτρεψε από μικρό στο εμπόριο. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback