τιμωρώ Verb  [timoro, timwrw]

  Verb
(19)
  Verb
(3)
  Verb
(0)

Etymologie zu τιμωρώ

τιμωρώ mittelgriechisch τιμωρῶ (εκδικούμαι) altgriechisch τιμωρῶ (βοηθώ)


GriechischDeutsch
Επειδή συνήθως πάντα λεγόταν, δύναμη να εντοπίζω, και αυτό ήταν, ή η δύναμη να τιμωρώ.Denn meistens wird immer nur gesagt, die Macht aufzudecken, und das war's dann, oder die Macht, zu bestrafen.

Übersetzung nicht bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu τιμωρώ

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
τιμωρώτιμωρούμετιμωρούμαιτιμωρούμαστε
τιμωρείςτιμωρείτετιμωρείσαιτιμωρείστε
τιμωρείτιμωρούν(ε)τιμωρείταιτιμωρούνται
Imper
fekt
τιμωρούσατιμωρούσαμετιμωρούμουντιμωρούμαστε
τιμωρούσεςτιμωρούσατε
τιμωρούσετιμωρούσαν(ε)τιμωρούνταν, ετιμωρείτοτιμωρούνταν, ετιμωρούντο
Aoristτιμώρησατιμωρήσαμετιμωρήθηκατιμωρηθήκαμε
τιμώρησεςτιμωρήσατετιμωρήθηκεςτιμωρηθήκατε
τιμώρησετιμώρησαν, τιμωρήσαν(ε)τιμωρήθηκετιμωρήθηκαν, τιμωρηθήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω τιμωρήσει
έχω τιμωρημένο
έχουμε τιμωρήσει
έχουμε τιμωρημένο
έχω τιμωρηθεί
είμαι τιμωρημένος, -η
έχουμε τιμωρηθεί
είμαστε τιμωρημένοι, -ες
έχεις τιμωρήσει
έχεις τιμωρημένο
έχετε τιμωρήσει
έχετε τιμωρημένο
έχεις τιμωρηθεί
είσαι τιμωρημένος, -η
έχετε τιμωρηθεί
είστε τιμωρημένοι, -ες
έχει τιμωρήσει
έχει τιμωρημένο
έχουν τιμωρήσει
έχουν τιμωρημένο
έχει τιμωρηθεί
είναι τιμωρημένος, -η, -ο
έχουν τιμωρηθεί
είναι τιμωρημένοι, -ές, -α
Plu
perf
ekt
είχα τιμωρήσει
είχα τιμωρημένο
είχαμε τιμωρήσει
είχαμε τιμωρημένο
είχα τιμωρηθεί
ήμουν τιμωρημένος, -η
είχαμε τιμωρηθεί
ήμαστε τιμωρημένοι, -ες
είχες τιμωρήσει
είχες τιμωρημένο
είχατε τιμωρήσει
είχατε τιμωρημένο
είχες τιμωρηθεί
ήσουν τιμωρημένος, -η
είχατε τιμωρηθεί
ήσαστε τιμωρημένοι, -ες
είχε τιμωρήσει
είχε τιμωρημένο
είχαν τιμωρήσει
είχαν τιμωρημένο
είχε τιμωρηθεί
ήταν τιμωρημένος, -η, -ο
είχαν τιμωρηθεί
ήταν τιμωρημένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα τιμωρώθα τιμωρούμεθα τιμωρούμαιθα τιμωρούμαστε
θα τιμωρείςθα τιμωρείτεθα τιμωρείσαιθα τιμωρείστε
θα τιμωρείθα τιμωρούν(ε)θα τιμωρείταιθα τιμωρούνται
Fut
ur
θα τιμωρήσωθα τιμωρήσουμεθα τιμωρηθώθα τιμωρηθούμε
θα τιμωρήσειςθα τιμωρήσετεθα τιμωρηθείςθα τιμωρηθείτε
θα τιμωρήσειθα τιμωρήσουν(ε)θα τιμωρηθείθα τιμωρηθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω τιμωρήσει
θα έχω τιμωρημένο
θα έχουμε τιμωρήσει
θα έχουμε τιμωρημένο
θα έχω τιμωρηθεί
θα είμαι τιμωρημένος, -η
θα έχουμε τιμωρηθεί
θα είμαστε τιμωρημένοι, -ες
θα έχεις τιμωρήσει
θα έχεις τιμωρημένο
θα έχετε τιμωρήσει
θα έχετε τιμωρημένο
θα έχεις τιμωρηθεί
θα είσαι τιμωρημένος, -η
θα έχετε τιμωρηθεί
θα είστε τιμωρημένοι, -η
θα έχει τιμωρήσει
θα έχει τιμωρημένο
θα έχουν τιμωρήσει
θα έχουν τιμωρημένο
θα έχει τιμωρηθεί
θα είναι τιμωρημένος, -η, -ο
θα έχουν τιμωρηθεί
θα είναι τιμωρημένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να τιμωρώνα τιμωρούμενα τιμωρούμαινα τιμωρούμαστε
να τιμωρείςνα τιμωρείτενα τιμωρείσαινα τιμωρείστε
να τιμωρείνα τιμωρούν(ε)να τιμωρείταινα τιμωρούνται
Aoristνα τιμωρήσωνα τιμωρήσουμε, να τιμωρήσομενα τιμωρηθώνα τιμωρηθούμε
να τιμωρήσειςνα τιμωρήσετενα τιμωρηθείςνα τιμωρηθείτε
να τιμωρήσεινα τιμωρήσουν(ε)να τιμωρηθείνα τιμωρηθούν(ε)
Perfνα έχω τιμωρήσει
να έχω τιμωρημένο
να έχουμε τιμωρήσει
να έχουμε τιμωρημένο
να έχω τιμωρηθεί
να είμαι τιμωρημένος, -η
να έχουμε τιμωρηθεί
να είμαστε τιμωρημένοι, -ες
να έχεις τιμωρήσει
να έχεις τιμωρημένο
να έχετε τιμωρήσει
να έχετε τιμωρημένο
να έχεις τιμωρηθεί
να είσαι τιμωρημένος, -η
να έχετε τιμωρηθεί
να είστε τιμωρημένοι, -ες
να έχει τιμωρήσει
να έχει τιμωρημένο
να έχουν τιμωρήσει
να έχουν τιμωρημένο
να έχει τιμωρηθεί
να είναι τιμωρημένος, -η, -ο
να έχουν τιμωρηθεί
να είναι τιμωρημένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presτιμωρείτετιμωρείστε
Aoristτιμώρησετιμωρήστε, τιμωρήσετετιμωρήσουτιμωρηθείτε
Part
izip
Presτιμωρώνταςτιμωρούμενος
Perfέχοντας τιμωρήσει, έχοντας τιμωρημένοτιμωρημένος, -η, -οτιμωρημένοι, -ες, -α
InfinAoristτιμωρήσειτιμωρηθεί









Griechische Definition zu τιμωρώ

τιμωρώ [timoró] -ούμαι : επιβάλλω σε κπ., που παραβαίνει ένα νόμο ή μια διαταγή, κτ. δυσάρεστο, δηλαδή στέρηση, καταναγκασμό, σωματικές κακώσεις κτλ., ως μέσο σωφρονισμού, παραδειγματισμού ή αντεκδίκησης: Ο φόνος τιμωρείται αυστηρά από το νόμο. Tιμωρήθηκε με πέντε χρόνια φυλακή και στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων του. Οι παραβάτες του κώδικα οδικής κυκλοφορίας τιμωρούνται με πρόστιμο. Ο δάσκαλος τιμωρεί τους άτακτους μαθητές. Mην είσαι αχάριστος, γιατί θα σε τιμωρήσει ο Θεός. Kάθεται σαν τιμωρημένος, για κπ. που κάθεται στην άκρη κάπως αμήχανος και συνεσταλμένος. || (επέκτ., συνήθ. παθ.) δέχομαι τις δυσάρεστες συνέπειες από ένα λάθος μου.

[λόγ. < ελνστ. τιμωρῶ, αρχ. σημ.: `εκδικούμαι΄]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback