{η}  συνθηκολόγηση Subst.  [sinthikologisi, sinthikolojisi, synthhkologhsh]

{die}    Subst.
(29)
(0)

Etymologie zu συνθηκολόγηση

συνθηκολόγηση συνθηκολογώ (η λέξη φαίνεται να πρωτοεμφανίζεται το 1880)


GriechischDeutsch
Καταλήγω λοιπόν στο ότι αυτό δεν αποτελεί κάποιο συμβιβασμό, αλλά συνθηκολόγηση της πλειοψηφίας του Κοινοβουλίου έναντι της θέσης του Συμβουλίου.Ich komme deshalb zu dem Ergebnis, dass das kein Kompromiss ist, sondern die Kapitulation der Mehrheit der Delegation des Parlaments vor der Position des Rates.

Übersetzung bestätigt

Με την προηγούμενη ευρωπαϊκή συνθηκολόγηση έναντι του εκφοβισμού που ακολούθησε τη δημοσίευση των δανικών σκίτσων να είναι ακόμη νωπή στο μυαλό των πολιτών, τρέφω πολύ λίγες ελπίδες, ιδίως αν φέρω στον νου μου τη δημοσκόπηση που διεξήχθη πρόσφατα στο Ηνωμένο Βασίλειο για λογαριασμό των , η οποία δείχνει ότι το 40% των Μουσουλμάνων στη Μεγάλη Βρετανία είναι υπέρ της εισαγωγής του νόμου της Σαρία.Da die Kapitulation der Europäer vor der Einschüchterung im Anschluss an die Veröffentlichung der dänischen Karikaturen uns allen noch in frischer Erinnerung ist, habe ich wenig Hoffnung, insbesondere wenn ich an die im Vereinigten Königreich für die „Sunday Times“ durchgeführte Meinungsumfrage denke, wonach 40 % der Muslime in Großbritannien für die Einführung des Sharia-Rechts sind.

Übersetzung bestätigt

Δυστυχώς, εδώ στο Κοινοβούλιο έχουμε μόνον μια επιλογή να μιλάμε ανοικτά για τη συνειδητή ηθική συνθηκολόγηση των ισχυρών Ευρωπαίων.Leider haben wir hier im Parlament nur eine Option, nämlich offen über die vorsätzliche moralische Kapitulation einflussreicher Europäer zu sprechen.

Übersetzung bestätigt

Αυτό το κατέστησε απολύτως σαφές η οργάνωση η οποία εκπροσωπεί τη συντριπτική πλειονότητα των θυμάτων, η οποία χαρακτήρισε συνθηκολόγηση τη διαδικασία που έχει ξεκινήσει με πρωτοβουλία της ισπανικής κυβέρνησης.Das hat der Verein, der die übergroße Mehrheit der Opfer vertritt, sehr deutlich gemacht, der den von der spanischen Regierung eingeleiteten Prozess als Kapitulation bezeichnet.

Übersetzung bestätigt

" άνευ όρων έναρξη διαλόγου με τρομοκράτες οι οποίοι όχι απλώς δεν καταδικάζουν, αλλά ουσιαστικά δικαιολογούν τον ένοπλο αγώνα και δεν επιδεικνύουν καν μεταμέλεια για τους αθώους πολίτες που δολοφονούν συνιστά απαράδεκτη συνθηκολόγηση εκ μέρους των πολιτικών αρχών μιας δημοκρατικής χώρας.Einen bedingungslosen Dialog mit Terroristen aufzunehmen, die den bewaffneten Kampf nicht nur nicht verurteilen, sondern im Grunde rechtfertigen, und die keine Reue angesichts der Unschuldigen zeigen, die sie dahinmetzeln, kommt einer unfassbaren Kapitulation aufseiten der politischen Behörden eines demokratischen Landes gleich.

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter



Griechische Definition zu συνθηκολόγηση

συνθηκολόγηση η [sinθikolójisi] : 1α.(στρατ.) συμφωνία με την οποία τερματίζεται, με όρους ή χωρίς όρους, η αντίσταση του ηττημένου αντιπάλου στο πεδίο της μάχης. β. σύναψη συνθήκης μεταξύ των στρατιωτικών δυνάμεων της ηττημένης και της νικήτριας χώρας, η οποία επιβάλλει και τους όρους της: Ο β' παγκόσμιος πόλεμος τερματίστηκε με την άνευ όρων συνθηκολόγηση της Γερμανίας. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback