συκοφαντώ συκοφαντῶ altgriechisch συκοφαντέω συκοφάντης + jω σύκο και φαίνω
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Noch keine Beispielsätze. |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | συκοφαντώ | συκοφαντούμε | συκοφαντούμαι | συκοφαντούμαστε |
συκοφαντείς | συκοφαντείτε | συκοφαντείσαι | συκοφαντείστε | ||
συκοφαντεί | συκοφαντούν(ε) | συκοφαντείται | συκοφαντούνται | ||
Imper fekt | συκοφαντούσα | συκοφαντούσαμε | συκοφαντούμουν | συκοφαντούμαστε | |
συκοφαντούσες | συκοφαντούσατε | ||||
συκοφαντούσε | συκοφαντούσαν(ε) | συκοφαντούνταν, συκοφαντείτο | συκοφαντούνταν, συκοφαντούντο | ||
Aorist | συκοφάντησα | συκοφαντήσαμε | συκοφαντήθηκα | συκοφαντηθήκαμε | |
συκοφάντησες | συκοφαντήσατε | συκοφαντήθηκες | συκοφαντηθήκατε | ||
συκοφάντησε | συκοφάντησαν, συκοφαντήσαν(ε) | συκοφαντήθηκε | συκοφαντήθηκαν, συκοφαντηθήκαν(ε) | ||
Perf ekt | |||||
Plu perf ekt | |||||
Fut ur Verlaufs- form | θα συκοφαντώ | θα συκοφαντούμε | θα συκοφαντούμαι | θα συκοφαντούμαστε | |
θα συκοφαντείς | θα συκοφαντείτε | θα συκοφαντείσαι | θα συκοφαντείστε | ||
θα συκοφαντεί | θα συκοφαντούν(ε) | θα συκοφαντείται | θα συκοφαντούνται | ||
Fut ur | θα συκοφαντήσω | θα συκοφαντήσουμε | θα συκοφαντηθώ | θα συκοφαντηθούμε | |
θα συκοφαντήσεις | θα συκοφαντήσετε | θα συκοφαντηθείς | θα συκοφαντηθείτε | ||
θα συκοφαντήσει | θα συκοφαντήσουν(ε) | θα συκοφαντηθεί | θα συκοφαντηθούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να συκοφαντώ | να συκοφαντούμε | να συκοφαντούμαι | να συκοφαντούμαστε |
να συκοφαντείς | να συκοφαντείτε | να συκοφαντείσαι | να συκοφαντείστε | ||
να συκοφαντεί | να συκοφαντούν(ε) | να συκοφαντείται | να συκοφαντούνται | ||
Aorist | να συκοφαντήσω | να συκοφαντηθώ | να συκοφαντηθούμε | ||
να συκοφαντήσεις | να συκοφαντήσετε | να συκοφαντηθείς | να συκοφαντηθείτε | ||
να συκοφαντήσει | να συκοφαντήσουν(ε) | να συκοφαντηθεί | να συκοφαντηθούν(ε) | ||
Perf | |||||
Imper ativ | Pres | συκοφαντείτε | συκοφαντείστε | ||
Aorist | συκοφάντησε | συκοφαντήστε, συκοφαντήσετε | συκοφαντήσου | συκοφαντηθείτε | |
Part izip | Pres | συκοφαντώντας | |||
Perf | έχοντας συκοφαντήσει, | συκοφαντημένος, -η, -ο | συκοφαντημένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | συκοφαντήσει | συκοφαντηθεί |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | verleumde | ||
du | verleumdest | |||
er, sie, es | verleumdet | |||
Präteritum | ich | verleumdete | ||
Konjunktiv II | ich | verleumdete | ||
Imperativ | Singular | verleumde! | ||
Plural | verleumdet! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
verleumdet | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:verleumden |
συκοφαντώ [sikofandó] -ούμαι : διαδίδω κατηγορίες εις βάρος κάποιου, ενώ γνωρίζω ότι δεν είναι αληθινές ή χρησιμοποιώ ψεύτικα στοιχεία για να του προξενήσω ηθική βλάβη: Tον συκοφάντησαν ότι έκανε καταχρήσεις. Συκοφαντήθηκε ως προδότης. Ήταν ένας συκοφαντημένος ήρωας. Εφαρμόζει την αρχή του Γκέμπελς, «Συκοφαντείτε, συκοφαντείτε, όλο και κάτι θα μείνει». || παρουσιάζω κτ. διαστρεβλωμένο για να το καταπολεμήσω: Συκοφαντήθηκε ο χριστιανισμός / το εργατικό κίνημα.
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.