συγγράφω Verb  [singrafo, syggrafw]

  Verb
(0)

Etymologie zu συγγράφω

συγγράφω altgriechisch συγγράφω σύν + γράφω


GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.

Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu συγγράφω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
συγγράφωσυγγράφουμε, συγγράφομεσυγγράφομαισυγγραφόμαστε
συγγράφειςσυγγράφετεσυγγράφεσαισυγγράφεστε, συγγραφόσαστε
συγγράφεισυγγράφουν(ε)συγγράφεταισυγγράφονται
Imper
fekt
συνέγραφασυγγράφαμεσυγγραφόμουν(α)συγγραφόμαστε, συγγραφόμασταν
συνέγραφεςσυγγράφατεσυγγραφόσουν(α)συγγραφόσαστε, συγγραφόσασταν
συνέγραφεσυνέγραφαν, συγγράφαν(ε)συγγραφόταν(ε)συγγράφονταν, συγγραφόντανε, συγγραφόντουσαν
Aoristσυνέγραψασυγγράψαμεσυγγράφηκασυγγραφήκαμε
συνέγραψεςσυγγράψατεσυγγράφηκεςσυγγραφήκατε
συνέγραψεσυνέγραψαν, συγγράψαν(ε)συγγράφηκεσυγγράφηκαν, συγγραφήκαν(ε)
Per
fekt
έχω συγγράψει
έχω συγγεγραμμένο
έχουμε συγγράψει
έχουμε συγγεγραμμένο
έχω συγγραφεί
είμαι συγγεγραμμένος, -η
έχουμε συγγραφεί
είμαστε συγγεγραμμένοι, -ες
έχεις συγγράψει
έχεις συγγεγραμμένο
έχετε συγγράψει
έχετε συγγεγραμμένο
έχεις συγγραφεί
είσαι συγγεγραμμένος, -η
έχετε συγγραφεί
είστε συγγεγραμμένοι, -ες
έχει συγγράψει
έχει συγγεγραμμένο
έχουν συγγράψει
έχουν συγγεγραμμένο
έχει συγγραφεί
είναι συγγεγραμμένος, -η, -ο
έχουν συγγραφεί
είναι συγγεγραμμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα συγγράψει
είχα συγγεγραμμένο
είχαμε συγγράψει
είχαμε συγγεγραμμένο
είχα συγγραφεί
ήμουν συγγεγραμμένος, -η
είχαμε συγγραφεί
ήμαστε συγγεγραμμένοι, -ες
είχες συγγράψει
είχες συγγεγραμμένο
είχατε συγγράψει
είχατε συγγεγραμμένο
είχες συγγραφεί
ήσουν συγγεγραμμένος, -η
είχατε συγγραφεί
ήσαστε συγγεγραμμένοι, -ες
είχε συγγράψει
είχε συγγεγραμμένο
είχαν συγγράψει
είχαν συγγεγραμμένο
είχε συγγραφεί
ήταν συγγεγραμμένος, -η, -ο
είχαν συγγραφεί
ήταν συγγεγραμμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα συγγράφωθα συγγράφουμε, θα συγγράφομεθα συγγράφομαιθα συγγραφόμαστε
θα συγγράφειςθα συγγράφετεθα συγγράφεσαιθα συγγράφεστε, θα συγγραφόσαστε
θα συγγράφειθα συγγράφουν(ε)θα συγγράφεταιθα συγγράφονται
Fut
ur
θα συγγράψωθα συγγράψουμε, θα συγγράψομεθα συγγραφώθα συγγραφούμε
θα συγγράψειςθα συγγράψετεθα συγγραφείςθα συγγραφείτε
θα συγγράψειθα συγγράψουν(ε)θα συγγραφείθα συγγραφούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω συγγράψει
θα έχω συγγεγραμμένο
θα έχουμε συγγράψει
θα έχουμε συγγεγραμμένο
θα έχω συγγραφεί
θα είμαι συγγεγραμμένος, -η
θα έχουμε συγγραφεί
θα είμαστε συγγεγραμμένοι, -ες
θα έχεις συγγράψει
θα έχεις συγγεγραμμένο
θα έχετε συγγράψει
θα έχετε συγγεγραμμένο
θα έχεις συγγραφεί
θα είσαι συγγεγραμμένος, -η
θα έχετε συγγραφεί
θα είστε συγγεγραμμένοι, -ες
θα έχει συγγράψει
θα έχει συγγεγραμμένο
θα έχουν συγγράψει
θα έχουν συγγεγραμμένο
θα έχει συγγραφεί
θα είναι συγγεγραμμένος, -η, -ο
θα έχουν συγγραφεί
θα είναι συγγεγραμμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να συγγράφωνα συγγράφουμε, να συγγράφομενα συγγράφομαινα συγγραφόμαστε
να συγγράφειςνα συγγράφετενα συγγράφεσαινα συγγράφεστε, να συγγραφόσαστε
να συγγράφεινα συγγράφουν(ε)να συγγράφεταινα συγγράφονται
Aoristνα συγγράψωνα συγγράψουμε, να συγγράψομενα συγγραφώνα συγγραφούμε
να συγγράψειςνα συγγράψετενα συγγραφείνα συγγραφείτε
να συγγράψεινα συγγράψουν(ε)να συγγραφείνα συγγραφούν(ε)
Perfνα έχω συγγράψει
να έχω συγγεγραμμένο
να έχουμε συγγράψει
να έχουμε συγγεγραμμένο
να έχω συγγραφεί
να είμαι συγγεγραμμένος, -η
να έχουμε συγγραφεί
να είμαστε συγγεγραμμένοι, -ες
να έχεις συγγράψει
να έχεις συγγεγραμμένο
να έχετε συγγράψει
να έχετε συγγεγραμμένο
να έχεις συγγραφεί
να είσαι συγγεγραμμένος, -η
να έχετε συγγραφεί
να είστε συγγεγραμμένοι, -ες
να έχει συγγράψει
να έχει συγγεγραμμένο
να έχουν συγγράψει
να έχουν συγγεγραμμένο
να έχει συγγραφεί
να είναι συγγεγραμμένος, -η, -ο
να έχουν συγγραφεί
να είναι συγγεγραμμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presσυνέγραφεσυγγράφετεσυγγράφεστε
Aoristσυνέγραψεσυγγράψτε, συγγράφτεσυγγράψουσυγγραφείτε
Part
izip
Presσυγγράφονταςσυγγραφόμενος
Perfέχοντας συγγράψει, έχοντας συγγεγραμμένοσυγγεγραμμένος, -η, -οσυγγεγραμμένοι, -ες, -α
InfinAoristσυγγράψεισυγγραφεί





Griechische Definition zu συγγράφω

συγγράφω [siŋγráfo] -ομαι Ρ αόρ. συνέγραψα, απαρέμφ. συγγράψει, παθ. αόρ. συγγράφηκα και συγγράφτηκα, απαρέμφ. συγγραφεί και συγγραφτεί, μππ. συγγραμμένος : γράφω, συνθέτω ένα (επιστημονικό, λογοτεχνικό κτλ.) έργο σε πεζό λόγο: Συγγράφει ένα βιβλίο / μια μελέτη / τα απομνημονεύματά του. Έχει συγγράψει πλήθος επιστημονικών εργασιών.

[λόγ. < αρχ. συγγράφω]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback