στύβω Verb  [stivo, stybw]

  Verb
(1)
(0)

Etymologie zu στύβω

στύβω altgriechisch στείβω (πατώ). Η γραφή με υ > προέκυψε από παρετυμολογία προς το αρχαίο στύφω (σουφρώνω τα χείλη από στυφή γεύση).[1] Είναι πιο συνηθισμένη von ετυμολογικά συνεπή στείβω.


GriechischDeutsch
Της είπα: "Θέλω να μείνουμε σε ένα εξοχικό καλυμμένο με κισσό... να καθαρίζω τα φύλλα από την αυλή... να σου στύβω πορτοκαλάδα το πρωί."Ich habe gesagt: Ich will mit dir in einem efeubewachsenen Häuschen wohnen die Blätter im Garten fegen morgens Orangen für dich auspressen.

Übersetzung nicht bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu στύβω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
στύβωστύβουμε, στύβομεστύβομαιστυβόμαστε
στύβειςστύβετεστύβεσαιστύβεστε, στυβόσαστε
στύβειστύβουν(ε)στύβεταιστύβονται
Imper
fekt
έστυβαστύβαμεστυβόμουν(α)στυβόμαστε, στυβόμασταν
έστυβεςστύβατεστυβόσουν(α)στυβόσαστε, στυβόσασταν
έστυβεέστυβαν, στύβαν(ε)στυβόταν(ε)στύβονταν, στυβόντανε, στυβόντουσαν
Aoristέστυψαστύψαμεστύφτηκαστυφτήκαμε
έστυψεςστύψατεστύφτηκεςστυφτήκατε
έστυψεέστυψαν, στύψαν(ε)στύφτηκεστύφτηκαν, στυφτήκαν(ε)
Per
fekt
έχω στύψει
έχω στυμμένο
έχουμε στύψει
έχουμε στυμμένο
έχω στυφτεί
είμαι στυμμένος, -η
έχουμε στυφτεί
είμαστε στυμμένοι, -ες
έχεις στύψει
έχεις στυμμένο
έχετε στύψει
έχετε στυμμένο
έχεις στυφτεί
είσαι στυμμένος, -η
έχετε στυφτεί
είστε στυμμένοι, -ες
έχει στύψει
έχει στυμμένο
έχουν στύψει
έχουν στυμμένο
έχει στυφτεί
είναι στυμμένος, -η, -ο
έχουν στυφτεί
είναι στυμμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα στύψει
είχα στυμμένο
είχαμε στύψει
είχαμε στυμμένο
είχα στυφτεί
ήμουν στυμμένος, -η
είχαμε στυφτεί
ήμαστε στυμμένοι, -ες
είχες στύψει
είχες στυμμένο
είχατε στύψει
είχατε στυμμένο
είχες στυφτεί
ήσουν στυμμένος, -η
είχατε στυφτεί
ήσαστε στυμμένοι, -ες
είχε στύψει
είχε στυμμένο
είχαν στύψει
είχαν στυμμένο
είχε στυφτεί
ήταν στυμμένος, -η, -ο
είχαν στυφτεί
ήταν στυμμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα στύβωθα στύβουμε, θα στύβομεθα στύβομαιθα στυβόμαστε
θα στύβειςθα στύβετεθα στύβεσαιθα στύβεστε, θα στυβόσαστε
θα στύβειθα στύβουν(ε)θα στύβεταιθα στύβονται
Fut
ur
θα στύψωθα στύψουμε, θα στύψομεθα στυφτώθα στυφτούμε
θα στύψειςθα στύψετεθα στυφτείςθα στυφτείτε
θα στύψειθα στύψουν(ε)θα στυφτείθα στυφτούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω στύψει
θα έχω στυμμένο
θα έχουμε στύψει
θα έχουμε στυμμένο
θα έχω στυφτεί
θα είμαι στυμμένος, -η
θα έχουμε στυφτεί
θα είμαστε στυμμένοι, -ες
θα έχεις στύψει
θα έχεις στυμμένο
θα έχετε στύψει
θα έχετε στυμμένο
θα έχεις στυφτεί
θα είσαι στυμμένος, -η
θα έχετε στυφτεί
θα είστε στυμμένοι, -ες
θα έχει στύψει
θα έχει στυμμένο
θα έχουν στύψει
θα έχουν στυμμένο
θα έχει στυφτεί
θα είναι στυμμένος, -η, -ο
θα έχουν στυφτεί
θα είναι στυμμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να στύβωνα στύβουμε, να στύβομενα στύβομαινα στυβόμαστε
να στύβειςνα στύβετενα στύβεσαινα στύβεστε, να στυβόσαστε
να στύβεινα στύβουν(ε)να στύβεταινα στύβονται
Aoristνα στύψωνα στύψουμε, να στύψομενα στυφτώνα στυφτούμε
να στύψειςνα στύψετενα στυφτείςνα στυφτείτε
να στύψεινα στύψουν(ε)να στυφτείνα στυφτούν(ε)
Perfνα έχω στύψει
να έχω στυμμένο
να έχουμε στύψει
να έχουμε στυμμένο
να έχω στυφτεί
να είμαι στυμμένος, -η
να έχουμε στυφτεί
να είμαστε στυμμένοι, -ες
να έχεις στύψει
να έχεις στυμμένο
να έχετε στύψει
να έχετε στυμμένο
να έχεις στυφτεί
να είσαι στυμμένος, -η
να έχετε στυφτεί
να είστε στυμμένοι, -ες
να έχει στύψει
να έχει στυμμένο
να έχουν στύψει
να έχουν στυμμένο
να έχει στυφτεί
να είναι στυμμένος, -η, -ο
να έχουν στυφτεί
να είναι στυμμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presστύβεστύβετεστύβεστε
Aoristστύψεστύψτε, στύφτεστύψουστυφτείτε
Part
izip
Presστύβοντας
Perfέχοντας στύψει, έχοντας στυμμένοστυμμένος, -η, -οστυμμένοι, -ες, -α
InfinAoristστύψειστυφτεί





Griechische Definition zu στύβω

στύβω [stívo] -ομαι : 1.πιέζω, συνθλίβω κτ. για να βγει ο χυμός του ή το υγρό που περιέχει: στύβω τα πορτοκάλια / τα λεμόνια. στύβω το σφουγγάρι / τη σφουγγαρίστρα. Tα σύγχρονα πλυντήρια στύβουν και στεγνώνουν τα ρούχα. H φανέλα του ήταν να τη στύψεις, μουσκεμένη από τον πολύ ιδρώ τα. Στυμμένη λεμονόκουπα. (έκφρ.) πετάω κπ. σαν στυμμένη λεμονόκου πα*. ΦΡ στύβω το μυαλό* μου. στύβω την πέτρα, είμαι πολύ δυνατός (και υγιής). [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback