{το}  στόμιο Subst.  [stomio]

{die}    Subst.
(36)
{die}    Subst.
(2)

Etymologie zu στόμιο

στόμιο Etymologie fehlt


GriechischDeutsch
Τα στόμια των φιαλών καλύπτονται, π.χ. με φύλλο αλουμινίου, έτσι ώστε να μπορεί να γίνεται ελεύθερα ανταλλαγή του αέρα μεταξύ φιάλης και ατμόσφαιρας.Öffnungen der Flaschen so abdecken, z. B. mit Aluminiumfolie, dass ein freier Luftaustausch zwischen der Flasche und der Umgebungsluft möglich bleibt.

Übersetzung bestätigt

στο άλλο άκρο του τυμπάνου, ανοίξτε οπή διαμέτρου 50 mm σε απόσταση 100 mm από το άκρο κατά τρόπον ώστε, όταν το δοχείο τοποθετείται και είναι έτοιμο για τη δοκιμή, το στόμιο να βρίσκεται προς τα πάνω (σχήμα 6.3.2.1)·Am anderen Ende des Zylinders 100 mm vom Rand ein Loch von 50 mm Durchmesser machen, so dass sich diese Öffnung an dem liegenden, für den Test bereiten zylindrischen Behälter oben befindet (Abbildung 6.3.2.1).

Übersetzung bestätigt

φέρτε στο ίδιο επίπεδο το στόμιο του ενεργοποιητή και τη φλόγα του καυστήρα, φροντίζοντας το στόμιο να είναι κατάλληλα στραμμένο προς και ευθυγραμμισμένο με τη φλόγα (βλέπε σχήμα 6.3.1.1).Die Gasflamme mit der Sprühkopföffnung anvisieren, dabei ist zu gewährleisten, dass die Öffnung ordnungsgemäß auf die Flamme ausgerichtet ist (Abbildung 6.3.1.1).

Übersetzung bestätigt

Οι παγίδες έχουν ένα ή περισσότερα στόμια με ομαλές ακμές που επιτρέπουν την είσοδο των ειδών στον εσωτερικό θάλαμο.Sie weist einen oder mehrere Trichter oder Öffnungen mit glatten Enden auf, durch die die betreffenden Arten in die Innenkammer gelangen können.

Übersetzung bestätigt

Σχέδια του δοχείου του αντιδραστήρα που παρουσιάζουν τη θέση του πυρήνα και τα στόμια του δοχείου· περιγραφή της μεθόδου χειρισμού του καυσίμου εντός του δοχείου.Grafische Darstellung des Reaktordruckgefäßes mit Core-Position und Öffnungen; Beschreibung der Brennstoffhandhabung im Druckgefäß

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung



Griechische Definition zu στόμιο

στόμιο το [stómio] : 1. άνοιγμα που επιτρέπει την είσοδο ή την έξοδο: α. σε έναν ή από έναν ευρύτερο σε έκταση χώρο: Tο στόμιο μιας σπηλιάς / ενός λιμανιού. || στόμιο ποταμού, οι εκβολές. β. από ένα χώρο ή μια κατασκευή που έχει σωληνοειδές σχήμα: Tο στόμιο του πηγαδιού. στόμιο εξαερισμού. Tο στόμιο της κάννης του όπλου. || (ανατ.) οπή ή σχισμή στην είσοδο ή στην έξοδο ενός οργάνου: Tο στόμιο της μήτρας / της ουρήθρας. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback