{η}  στοίβα Subst.  [stiva, stoiba]

{der}    Subst.
(230)
{der}    Subst.
(71)

Etymologie zu στοίβα

στοίβα στοιβάζω + -α (αναδρομικός σχηματισμός) Koine-Griechisch στοιβάζω


GriechischDeutsch
ασυσκεύαστη τοποθέτηση (ασυσκεύαστος σωρός, στοίβα κ.λπ., σε σάκους ή κυλίνδρους κ.λπ.)offenes Lager (nicht umschlossener Haufen, Stapel usw., in Säcke oder Zylinder abgefüllt …)

Übersetzung bestätigt

λόγω αποβαφής στη στοίβα ή σε κύλινδρο περιέλιξης,infolge eines Abklatsches im Stapel oder im Rollenwickel

Übersetzung bestätigt

Έως το 2012, οι πληροφορίες που προστίθενται κάθε χρόνο σε ένα μόνο αποθετήριο δεδομένων θα φτάσουν τα 4 petabytes/έτος, που ισοδυναμεί με μια στοίβα από CD μήκους 10 χιλιομέτρων.Bis 2012 werden die in einem einzigen Depot jährlich hinzukommenden Informationen eine Größenordnung von 4 Petabytes/Jahr erreichen, was einem 10 km hohen CD-Stapel entspräche.

Übersetzung bestätigt

Εάν το αποτέλεσμα της μέτρησης εξαρτάται από το πάχος, την κατάσταση της επιφάνειας και το είδος της παροχής (π.χ. από ένα μεγάλο ρολό ή από στοίβες), ο κατασκευαστής καθορίζει τους αντίστοιχους περιορισμούς.Ist das Messergebnis abhängig von der Dicke, der Oberflächenbeschaffenheit und der Art der Zuführung (z. B. von einer großen Rolle oder einem Stapel), so werden die entsprechenden Beschränkungen vom Hersteller angegeben.

Übersetzung bestätigt

Εάν το αποτέλεσμα της μέτρησης εξαρτάται από το πάχος, την κατάσταση της επιφάνειας και το είδος της παροχής (π.χ. από μεγάλους ρόλους ή από στοίβες), ο κατασκευαστής καθορίζει τους αντίστοιχους περιορισμούς.Ist das Meßergebnis abhängig von der Dicke, der Oberflächenbeschaffenheit und der Art des Zuführung (z. B. von einer großen Rolle oder einem Stapel), so werden die entsprechenden Beschränkungen vom Hersteller angegeben.

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Deutsche Synonyme
Stapel
Satz



Griechische Definition zu στοίβα

στοίβα η [stíva] : σωρός από όμοια ή ομοειδή πράγματα που είναι τοποθετημένα, συνήθ. πρόχειρα, το ένα επάνω στο άλλο ή ριγμένα κάπου: Έχω μια στοίβα πιάτα για πλύσιμο. Έχω στοίβα τα ρούχα για σιδέρωμα. Tα σακιά με το σιτάρι ήταν στοίβες στο υπόγειο. Έκανε τα ξύλα στοίβα / μια στοίβα ξύλα. Έχω να απαντήσω σε μια στοίβα γράμματα, σε πάρα πολλά. || (ως επίρρ.): Είμαστε στοίβα στο λεωφορείο κάθε πρωί, στοιβαγμένοι.

[στοιβ(άζω) -α (αναδρ. σχημ.)]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback