στοίβα στοιβάζω + -α (αναδρομικός σχηματισμός) Koine-Griechisch στοιβάζω
Griechisch | Deutsch |
---|---|
ασυσκεύαστη τοποθέτηση (ασυσκεύαστος σωρός, στοίβα κ.λπ., σε σάκους ή κυλίνδρους κ.λπ.) | offenes Lager (nicht umschlossener Haufen, Stapel usw., in Säcke oder Zylinder abgefüllt …) Übersetzung bestätigt |
λόγω αποβαφής στη στοίβα ή σε κύλινδρο περιέλιξης, | infolge eines Abklatsches im Stapel oder im Rollenwickel Übersetzung bestätigt |
Έως το 2012, οι πληροφορίες που προστίθενται κάθε χρόνο σε ένα μόνο αποθετήριο δεδομένων θα φτάσουν τα 4 petabytes/έτος, που ισοδυναμεί με μια στοίβα από CD μήκους 10 χιλιομέτρων. | Bis 2012 werden die in einem einzigen Depot jährlich hinzukommenden Informationen eine Größenordnung von 4 Petabytes/Jahr erreichen, was einem 10 km hohen CD-Stapel entspräche. Übersetzung bestätigt |
Εάν το αποτέλεσμα της μέτρησης εξαρτάται από το πάχος, την κατάσταση της επιφάνειας και το είδος της παροχής (π.χ. από ένα μεγάλο ρολό ή από στοίβες), ο κατασκευαστής καθορίζει τους αντίστοιχους περιορισμούς. | Ist das Messergebnis abhängig von der Dicke, der Oberflächenbeschaffenheit und der Art der Zuführung (z. B. von einer großen Rolle oder einem Stapel), so werden die entsprechenden Beschränkungen vom Hersteller angegeben. Übersetzung bestätigt |
Εάν το αποτέλεσμα της μέτρησης εξαρτάται από το πάχος, την κατάσταση της επιφάνειας και το είδος της παροχής (π.χ. από μεγάλους ρόλους ή από στοίβες), ο κατασκευαστής καθορίζει τους αντίστοιχους περιορισμούς. | Ist das Meßergebnis abhängig von der Dicke, der Oberflächenbeschaffenheit und der Art des Zuführung (z. B. von einer großen Rolle oder einem Stapel), so werden die entsprechenden Beschränkungen vom Hersteller angegeben. Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
στοιβάζω |
στοιβάζομαι |
στοίβα η [stíva] : σωρός από όμοια ή ομοειδή πράγματα που είναι τοποθετημένα, συνήθ. πρόχειρα, το ένα επάνω στο άλλο ή ριγμένα κάπου: Έχω μια στοίβα πιάτα για πλύσιμο. Έχω στοίβα τα ρούχα για σιδέρωμα. Tα σακιά με το σιτάρι ήταν στοίβες στο υπόγειο. Έκανε τα ξύλα στοίβα / μια στοίβα ξύλα. Έχω να απαντήσω σε μια στοίβα γράμματα, σε πάρα πολλά. || (ως επίρρ.): Είμαστε στοίβα στο λεωφορείο κάθε πρωί, στοιβαγμένοι.
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.