Griechisch | Deutsch |
---|---|
Noch keine Beispielsätze. |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
στέρεος -η / -α -ο [stéreos] : που η σύσταση ή η κατασκευή του είναι τέτοια, ώστε να αντέχει σε εξωτερικές επιδράσεις (χρήση, καιρικές συνθήκες κτλ.) και γενικά να είναι σταθερός, ανθεκτικός κτλ.· στερεός2: H στέγη / η γέφυρα δεν είναι αρκετά στέρεη. Tο έδαφος δεν είναι αρκετά στέρεο. || (επέκτ., για αφηρ. έννοια) που είναι σταθερός, που δε μετακινείται από τις θέσεις του ή παραμένει πιστός και δεν αλλάζει εύκολα στάση απέναντι σε καταστάσεις, σε ανθρώπους κτλ.: Στέρεη γνώμη. || Στέρεη απόφαση / φιλία. Στέρεα επιχειρήματα.
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.