Griechisch | Deutsch |
---|---|
Μη φυσιολογικές αρτηρίες, ουλώδης ιστός στις αρτηρίες, θρόμβωση στις αρτηρίες, στένωση των αρτηριών, προσωρινή ερυθρότητα του προσώπου/δέρματος, οίδημα προσώπου | Abnorme Arterien, Vernarbung der Arterien, Gerinnselbildung in den Arterien, Verengung der Arterien, vorübergehende Rötung im Gesicht/der Haut, Gesichtsschwellung Übersetzung bestätigt |
Η αµλοδιπίνη εµποδίζει τη µετακίνηση του ασβεστίου στο τοίχωµα του αιµοφόρου αγγείου, πράγµα το οποίο εµποδίζει τη στένωση των αιµοφόρων αγγείων. | Amlodipin verhindert das Einströmen von Calcium in die Blutgefäßwand und somit die Verengung der Blutgefäße. Übersetzung bestätigt |
Η αμλοδιπίνη εμποδίζει τη μετακίνηση του ασβεστίου στο τοίχωμα του αιμοφόρου αγγείου, πράγμα το οποίο εμποδίζει τη στένωση των αιμοφόρων αγγείων. | Amlodipin verhindert das Einströmen von Calcium in die Blutgefäßwand und somit die Verengung der Blutgefäße. Übersetzung bestätigt |
Αναπνευστικό: στένωση των αεραγωγών των πνευμόνων (κυρίως σε ασθενείς με πάθηση που ήδη υπάρχει, δυσκολία στην αναπνοή, βουλωμένη μύτη. | Atmung: Verengung der Atemwege in den Lungen (insbesondere bei Patienten mit einer solchen Vorerkrankung), Atembeschwerden, verstopfte Nase. Übersetzung bestätigt |
Αναπνευστικό: στένωση των αεραγωγών των πνευμόνων (κυρίως σε ασθενείς με πάθηση που ήδη υπάρχει) αγκομαχητό ή δυσκολία στην αναπνοή, συμπτώματα κρυολογήματος, συμφόρηση στο στήθος, λοίμωξη στην κοιλότητα της μύτης, φτέρνισμα, μπουκωμένη μύτη, ξηρότητα μύτης, καταρροή, αιμορραγία της μύτης, άσθμα, οπισθορρινική καταρροή . | Atmung: Verengung der Atemwege in den Lungen (insbesondere bei Patienten mit entsprechender Vorerkrankung), Kurzatmigkeit oder Atembeschwerden, Erkältungssymptome, Engegefühl in der Brust, Nasennebenhöhlenentzündung, Niesen, verstopfte Nase, trockene Nase, laufende Nase, Nasenbluten, Asthma, Rachenreizung. Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Deutsche Synonyme |
---|
Stenose |
Einengung eines Kanals |
Verengung |
Zuspitzung |
Verjüngung |
στένωση η [sténosi] : ελάττωση του πλάτους: στένωση ενός σωλήνα. || (ιατρ.) ελάττωση της διαμέτρου ή του ανοίγματος ενός πόρου ή ενός στομίου στον ανθρώπινο οργανισμό: στένωση της αορτής / του πυλωρού / των σαλπίγγων / των καρδιακών στομίων.
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.