σκίζω Verb  [skizo, skizw]

  Verb
(1)
  Verb
(0)

GriechischDeutsch
Μπορείς να έρθεις μαζί μου τώρα, αλλιώς σκίζω αυτά τα κουπόνια. Και θα το κάνω.Du kannst jetzt entweder mit mir mitkommen oder ich werde diese Gutscheine zerreißen.

Übersetzung nicht bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu σκίζω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
σκίζωσκίζουμε, σκίζομεσκίζομαισκιζόμαστε
σκίζειςσκίζετεσκίζεσαισκίζεστε, σκιζόσαστε
σκίζεισκίζουν(ε)σκίζεταισκίζονται
Imper
fekt
έσκιζασκίζαμεσκιζόμουν(α)σκιζόμαστε, σκιζόμασταν
έσκιζεςσκίζατεσκιζόσουν(α)σκιζόσαστε, σκιζόσασταν
έσκιζεέσκιζαν, σκίζαν(ε)σκιζόταν(ε)σκίζονταν, σκιζόντανε, σκιζόντουσαν
Aoristέσκισασκίσαμεσκίστηκασκιστήκαμε
έσκισεςσκίσατεσκίστηκεςσκιστήκατε
έσκισεέσκισαν, σκίσαν(ε)σκίστηκεσκίστηκαν, σκιστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω σκίσει
έχω σκισμένο
έχουμε σκίσει
έχουμε σκισμένο
έχω σκιστεί
είμαι σκισμένος, -η
έχουμε σκιστεί
είμαστε σκισμένοι, -ες
έχεις σκίσει
έχεις σκισμένο
έχετε σκίσει
έχετε σκισμένο
έχεις σκιστεί
είσαι σκισμένος, -η
έχετε σκιστεί
είστε σκισμένοι, -ες
έχει σκίσει
έχει σκισμένο
έχουν σκίσει
έχουν σκισμένο
έχει σκιστεί
είναι σκισμένος, -η, -ο
έχουν σκιστεί
είναι σκισμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα σκίσει
είχα σκισμένο
είχαμε σκίσει
είχαμε σκισμένο
είχα σκιστεί
ήμουν σκισμένος, -η
είχαμε σκιστεί
ήμαστε σκισμένοι, -ες
είχες σκίσει
είχες σκισμένο
είχατε σκίσει
είχατε σκισμένο
είχες σκιστεί
ήσουν σκισμένος, -η
είχατε σκιστεί
ήσαστε σκισμένοι, -ες
είχε σκίσει
είχε σκισμένο
είχαν σκίσει
είχαν σκισμένο
είχε σκιστεί
ήταν σκισμένος, -η, -ο
είχαν σκιστεί
ήταν σκισμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα σκίζωθα σκίζουμε, θα σκίζομεθα σκίζομαιθα σκιζόμαστε
θα σκίζειςθα σκίζετεθα σκίζεσαιθα σκίζεστε, θα σκιζόσαστε
θα σκίζειθα σκίζουν(ε)θα σκίζεταιθα σκίζονται
Fut
ur
θα σκίσωθα σκίσουμε, θα σκίζομεθα σκιστώθα σκιστούμε
θα σκίσειςθα σκίσετεθα σκιστείςθα σκιστείτε
θα σκίσειθα σκίσουν(ε)θα σκιστείθα σκιστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω σκίσει
θα έχω σκισμένο
θα έχουμε σκίσει
θα έχουμε σκισμένο
θα έχω σκιστεί
θα είμαι σκισμένος, -η
θα έχουμε σκιστεί
θα είμαστε σκισμένοι, -ες
θα έχεις σκίσει
θα έχεις σκισμένο
θα έχετε σκίσει
θα έχετε σκισμένο
θα έχεις σκιστεί
θα είσαι σκισμένος, -η
θα έχετε σκιστεί
θα είστε σκισμένοι, -ες
θα έχει σκίσει
θα έχει σκισμένο
θα έχουν σκίσει
θα έχουν σκισμένο
θα έχει σκιστεί
θα είναι σκισμένος, -η, -ο
θα έχουν σκιστεί
θα είναι σκισμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να σκίζωνα σκίζουμε, να σκίζομενα σκίζομαινα σκιζόμαστε
να σκίζειςνα σκίζετενα σκίζεσαινα σκίζεστε, να σκιζόσαστε
να σκίζεινα σκίζουν(ε)να σκίζεταινα σκίζονται
Aoristνα σκίσωνα σκίσουμε, να σκίσομενα σκιστώνα σκιστούμε
να σκίσειςνα σκίσετενα σκιστείςνα σκιστείτε
να σκίσεινα σκίσουν(ε)να σκιστείνα σκιστούν(ε)
Perfνα έχω σκίσει
να έχω σκισμένο
να έχουμε σκίσει
να έχουμε σκισμένο
να έχω σκιστεί
να είμαι σκισμένος, -η
να έχουμε σκιστεί
να είμαστε σκισμένοι, -ες
να έχεις σκίσει
να έχεις σκισμένο
να έχετε σκίσει
να έχετε σκισμένο
να έχεις σκιστεί
να είσαι σκισμένος, -η
να έχετε σκιστεί
να είστε σκισμένοι, -ες
να έχει σκίσει
να έχει σκισμένο
να έχουν σκίσει
να έχουν σκισμένο
να έχει σκιστεί
να είναι σκισμένος, -η, -ο
να έχουν σκιστεί
να είναι σκισμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presσκίζεσκίζετεσκίζεστε
Aoristσκίσεσκίστεσκίσουσκιστείτε
Part
izip
Presσκίζονταςσκιζόμενος
Perfέχοντας σκίσει, έχοντας σκισμένοσκισμένος, -η, -οσκισμένοι, -ες, -α
InfinAoristσκίσεισκιστεί







Griechische Definition zu σκίζω

σκίζω [skízo] -ομαι & σχίζω [sízo] -ομαι : 1α. δημιουργώ ένα κατά μήκος άνοιγμα, τραβώντας με τα χέρια κατά τη φορά των ινών και προς την αντίθετη κατεύθυνση τις δύο πλευρές χαρτιού, υφάσματος ή άλλου ανάλογου υλικού: Θα σκίσω μια σελίδα από το τετράδιο. Όταν χώρισαν έσκισε όλα τα γράμματά του. Έσκισε μια λουρίδα από το πουκάμισό του και έδεσε την πληγή. Πιάστηκα σ΄ ένα καρφί και έσχισα το παλτό μου. Σκίστηκε το φόρεμά σου. Aυτό το χαρτί δε σκίζεται εύκολα. || Ο αέρας έσκισε τα πανιά του πλοίου, τα κουρέλιασε. Εμφανίστηκε μπροστά μου με σκισμένα ρούχα, κουρελιασμένα. β. για ξύλο, το κόβω κατά μήκος με πριόνι, τσεκούρι ή άλλο εργαλείο. 2. για επιφάνεια στην οποία δημιουργείται ρωγμή: H γη σκίστηκε κάτω από τα πόδια του. Ο βράχος σκίστηκε κάτω από τα πόδια του. Mια πέτρα τού έσκισε το φρύδι. Έσκισε με μαχαίρι τα λάστιχα του αυτοκινήτου μου. || προκαλώ έναν τραυματισμό που μοιάζει με σκίσιμο: Tα αγκάθια τού έσκισαν τα χέρια. 3. (μτφ.) α. Tο καράβι έσκιζε τα κύματα. Tα χελιδόνια σκίζουν τον αέρα. Mια αστραπή έσκι σε το σκοτάδι. ΦΡ σκίζεται η καρδιά μου, λυπάμαι, στενοχωριέμαι πάρα πολύ. β. (οικ.) β1. πετυχαίνω μεγάλη νίκη· θριαμβεύω: Έσκισε η ομάδα μας στο πρωτάθλημα. Σκίσαμε στις εξετάσεις. Σας σκίσαμε στο μπάσκετ. || ως έκφραση απειλής: Θα σε σκίσω! Θα σε σκίσω σαν σαρδέλα. ΦΡ έσκι σε τη γάτα*. β2. (παθ.) καταβάλλω κάθε δυνατή προσπάθεια: Σκίζεται κάθε φορά για να με περιποιηθεί. Σκίστηκε να με βοηθήσει.

[μσν. σκίζω < αρχ. σχίζω με ανομ. τρόπου άρθρ. [sx > sk] · λόγ. < αρχ. σχίζω]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback