πουκάμισο mittelgriechisch πουκάμισον υποκάμισον ὑπό + *καμίσα/καμίσιον mittellateinisch camisia
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Προστατευτικά πουκάμισα ή παντελόνια | Schutzkleidung (Hemden und Hosen) Übersetzung bestätigt |
Κοντομάνικες φανέλες και πουκάμισα | T-Shirts und Hemden Übersetzung bestätigt |
Υφασμένα υφάσματα από βαμβάκι, από νήματα διαφόρων χρωμάτων, με βάρος ≤ 200 g/m2, για πουκάμισα, πουκαμισάκια και μπλούζες | Baumwollgewebe, buntgewebt, mit einem Gewicht ≤ 200 g/m2, für Hemden und Blusen Übersetzung bestätigt |
Ως εκ τούτου, σύμφωνα με το άρθρο 38, μπορεί να χορηγηθεί παρέκκλιση στο Πράσινο Ακρωτήριο για πουκάμισα για άνδρες για ποσότητα 160000 τεμαχίων το 2005, 170000 τεμαχίων το 2006 και 180000 τεμαχίων το 2007, | Somit kann gemäß Artikel 38 Kap Verde eine Ausnahme für Hemden für Männer oder Knaben für 160000 Stück im Jahr 2005, für 170000 Stück im Jahr 2006 und für 180000 Stück im Jahr 2007 gewährt werden — Übersetzung bestätigt |
Κατά παρέκκλιση των ειδικών διατάξεων του πίνακα του παραρτήματος II του πρωτοκόλλου 1 του παραρτήματος V της συμφωνίας εταιρικής σχέσης ΑΚΕ-ΕΚ, τα ανδρικά πουκάμισα που υπάγονται στην κλάση 62.05 του ΕΣ και που παράγονται στο Πράσινο Ακρωτήριο από μη καταγόμενο ύφασμα θεωρείται ότι κατάγονται από το Πράσινο Ακρωτήριο σύμφωνα με τους όρους της παρούσας απόφασης. | Abweichend von den besonderen Bestimmungen der Liste in Anhang II des Protokolls Nr. 1 des Anhangs V des AKP EG-Partnerschaftsabkommens gelten Hemden für Männer oder Knaben der HS-Position 62.05, die in Kap Verde aus Gewebe ohne Ursprungseigenschaft hergestellt werden, unter den in diesem Beschluss festgelegten Bedingungen als Ursprungserzeugnisse Kap Verdes. Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Singular | Plural | |
---|---|---|
Nominativ | das Oberhemd | die Oberhemden |
Genitiv | des Oberhemdes des Oberhemds | der Oberhemden |
Dativ | dem Oberhemd dem Oberhemde | den Oberhemden |
Akkusativ | das Oberhemd | die Oberhemden |
πουκάμισο το [pukámiso] : 1. εσωτερικό ελαφρό ρούχο με (κοντά ή μακριά) μανίκια και γιακά, που κουμπώνει μπροστά και καλύπτει τον κορμό από το λαιμό ως τη λεκάνη: Aντρικό / γυναικείο / φαρδύ / στενό / μακρύ / άσπρο / χρωματιστό / παρδαλό / βαμβακερό / μεταξωτό πουκάμισο. Ράβω / κόβω / αλλάζω / βρομίζω / πλένω / σκίζω ένα πουκάμισο. Tα πουκάμισά του είναι πάντα φρεσκοπλυμένα. (έκφρ.) αλλάζω κτ. / κπ. σαν τα πουκάμισα, μεταβάλλω, αλλάζω κτ. συχνά και με μεγάλη ευκολία: Aλλάζει ιδέες / απόψεις / εραστές σαν τα πουκάμισα. || Tο πουκάμισο του φιδιού, το δέρμα που αποβάλλουν κάθε χρόνο τα φίδια και που έχει το σχήμα του σώματός τους. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.