Griechisch | Deutsch |
---|---|
"Phineas είναι αρκετά πονηρός", είπε ο Συμεών. | "Phineas ist ziemlich schlau", sagte Simeon. Übersetzung nicht bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
πονηρός -ή -ό [ponirós] : 1. που προσανατολίζει και χρησιμοποιεί την όποια ικανότητα και ευφυΐα διαθέτει στο να κάνει σκέψεις και να επινοεί τρόπους (συχνά πλάγιους και ανορθόδοξους) ή τεχνάσματα που δεν περνούν από το μυαλό των άλλων, προκειμένου να πετύχει τους σκοπούς του: H γυναίκα του, πονηρή και καπάτσα, κατάφερνε πάντα να γίνεται το δικό της. Ο πονηρός -ή -ό διαρρήκτης ξέφευγε από τις παγίδες της αστυνομίας. Έπεσε θύμα πονηρών εμπόρων. || (έκφρ.) πονηρή αλεπού*. (λόγ.) εκ του πονηρού, με πονηρό σκοπό, πρόθεση. (προφ.) πονηρός -ή -ό ο βλάχος!, λέγεται για κπ. που αποδεικνύεται πονηρός ενώ θεωρούνταν αφελής. οι καιροί είναι πονηροί, οι περιστάσεις είναι απρόβλεπτες, ασταθείς, δεν εμπνέουν εμπιστοσύνη. || (ως ουσ.) ο πονηρός, ο διάβολος. 2. που έχει χαρακτηριστικά του πονηρού: Tα πονηρά μάτια του στριφογύριζαν δεξιά αριστερά. Tο πονηρό της μουτράκι έλαμψε μ΄ ένα χαμόγελο. 3. που δεν εξαπατάται εύκολα, φιλύποπτος, καχύποπτος. ANT εύπιστος, αφελής: Είναι πολύ πονηρή, δεν την ξεγελάς εύκολα. 4. που αναφέρεται, που σχετίζεται με τα ερωτι κά, τα σεξουαλικά: Kάνει πονηρές σκέψεις. Έχει πονηρό σκοπό. || (ως ουσ.) το πονηρό, το κακό, το ανήθικο: Όλο στο πονηρό πάει ο νους / το μυαλό του.
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.