πολιορκώ Verb  [poliorko, poliorkw]

  Verb
(0)

GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.

Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter
Deutsche Synonyme
belagern

Grammatik

Grammatik zu πολιορκώ

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
πολιορκώπολιορκούμεπολιορκούμαιπολιορκούμαστε
πολιορκείςπολιορκείτεπολιορκείσαιπολιορκείστε
πολιορκείπολιορκούν(ε)πολιορκείταιπολιορκούνται
Imper
fekt
πολιορκούσαπολιορκούσαμεπολιορκούμουνπολιορκούμαστε
πολιορκούσεςπολιορκούσατε
πολιορκούσεπολιορκούσαν(ε)πολιορκούνταν, πολιορκείτοπολιορκούνταν, πολιορκούντο
Aoristπολιόρκησαπολιορκήσαμεπολιορκήθηκαπολιορκηθήκαμε
πολιόρκησεςπολιορκήσατεπολιορκήθηκεςπολιορκηθήκατε
πολιόρκησεπολιόρκησαν, πολιορκήσαν(ε)πολιορκήθηκεπολιορκήθηκαν, πολιορκηθήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω πολιορκήσει
έχω πολιορκημένο
έχουμε πολιορκήσει
έχουμε πολιορκημένο
έχω πολιορκηθεί
είμαι πολιορκημένος, -η
έχουμε πολιορκηθεί
είμαστε πολιορκημένοι, -ες
έχεις πολιορκήσει
έχεις πολιορκημένο
έχετε πολιορκήσει
έχετε πολιορκημένο
έχεις πολιορκηθεί
είσαι πολιορκημένος, -η
έχετε πολιορκηθεί
είστε πολιορκημένοι, -ες
έχει πολιορκήσει
έχει πολιορκημένο
έχουν πολιορκήσει
έχουν πολιορκημένο
έχει πολιορκηθεί
είναι πολιορκημένος, -η, -ο
έχουν πολιορκηθεί
είναι πολιορκημένοι, -ές, -α
Plu
perf
ekt
είχα πολιορκήσει
είχα πολιορκημένο
είχαμε πολιορκήσει
είχαμε πολιορκημένο
είχα πολιορκηθεί
ήμουν πολιορκημένος, -η
είχαμε πολιορκηθεί
ήμαστε πολιορκημένοι, -ες
είχες πολιορκήσει
είχες πολιορκημένο
είχατε πολιορκήσει
είχατε πολιορκημένο
είχες πολιορκηθεί
ήσουν πολιορκημένος, -η
είχατε πολιορκηθεί
ήσαστε πολιορκημένοι, -ες
είχε πολιορκήσει
είχε πολιορκημένο
είχαν πολιορκήσει
είχαν πολιορκημένο
είχε πολιορκηθεί
ήταν πολιορκημένος, -η, -ο
είχαν πολιορκηθεί
ήταν πολιορκημένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα πολιορκώθα πολιορκούμεθα πολιορκούμαιθα πολιορκούμαστε
θα πολιορκείςθα πολιορκείτεθα πολιορκείσαιθα πολιορκείστε
θα πολιορκείθα πολιορκούν(ε)θα πολιορκείταιθα πολιορκούνται
Fut
ur
θα πολιορκήσωθα πολιορκήσουμεθα πολιορκηθώθα πολιορκηθούμε
θα πολιορκήσειςθα πολιορκήσετεθα πολιορκηθείςθα πολιορκηθείτε
θα πολιορκήσειθα πολιορκήσουν(ε)θα πολιορκηθείθα πολιορκηθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω πολιορκήσει
θα έχω πολιορκημένο
θα έχουμε πολιορκήσει
θα έχουμε πολιορκημένο
θα έχω πολιορκηθεί
θα είμαι πολιορκημένος, -η
θα έχουμε πολιορκηθεί
θα είμαστε πολιορκημένοι, -ες
θα έχεις πολιορκήσει
θα έχεις πολιορκημένο
θα έχετε πολιορκήσει
θα έχετε πολιορκημένο
θα έχεις πολιορκηθεί
θα είσαι πολιορκημένος, -η
θα έχετε πολιορκηθεί
θα είστε πολιορκημένοι, -η
θα έχει πολιορκήσει
θα έχει πολιορκημένο
θα έχουν πολιορκήσει
θα έχουν πολιορκημένο
θα έχει πολιορκηθεί
θα είναι πολιορκημένος, -η, -ο
θα έχουν πολιορκηθεί
θα είναι πολιορκημένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να πολιορκώνα πολιορκούμενα πολιορκούμαινα πολιορκούμαστε
να πολιορκείςνα πολιορκείτενα πολιορκείσαινα πολιορκείστε
να πολιορκείνα πολιορκούν(ε)να πολιορκείταινα πολιορκούνται
Aoristνα πολιορκήσωνα πολιορκήσουμε, να πολιορκήσομενα πολιορκηθώνα πολιορκηθούμε
να πολιορκήσειςνα πολιορκήσετενα πολιορκηθείςνα πολιορκηθείτε
να πολιορκήσεινα πολιορκήσουν(ε)να πολιορκηθείνα πολιορκηθούν(ε)
Perfνα έχω πολιορκήσει
να έχω πολιορκημένο
να έχουμε πολιορκήσει
να έχουμε πολιορκημένο
να έχω πολιορκηθεί
να είμαι πολιορκημένος, -η
να έχουμε πολιορκηθεί
να είμαστε πολιορκημένοι, -ες
να έχεις πολιορκήσει
να έχεις πολιορκημένο
να έχετε πολιορκήσει
να έχετε πολιορκημένο
να έχεις πολιορκηθεί
να είσαι πολιορκημένος, -η
να έχετε πολιορκηθεί
να είστε πολιορκημένοι, -ες
να έχει πολιορκήσει
να έχει πολιορκημένο
να έχουν πολιορκήσει
να έχουν πολιορκημένο
να έχει πολιορκηθεί
να είναι πολιορκημένος, -η, -ο
να έχουν πολιορκηθεί
να είναι πολιορκημένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presπολιορκείτεπολιορκείστε
Aoristπολιόρκησεπολιορκήστε, πολιορκήσετεπολιορκήσουπολιορκηθείτε
Part
izip
Presπολιορκώντας
Perfέχοντας πολιορκήσει, έχοντας πολιορκημένοπολιορκημένος, -η, -οπολιορκημένοι, -ες, -α
InfinAoristπολιορκήσειπολιορκηθεί





Griechische Definition zu πολιορκώ

πολιορκώ [podivorkó] -ούμαι : 1. αποκλείω με στρατιωτικές δυνάμεις (με στρατό ή και με στόλο) μια οχυρωμένη θέση ή περιοχή με σκοπό την κατάληψή της: Οι Tούρκοι πολιόρκησαν και κατέλαβαν την Kωνσταντινούπολη το 1453. Tο κάστρο πολιορκήθηκε στενά αλλά δεν έπεσε. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback