περιστέρι mittelgriechisch περιστέριν Koine-Griechisch περιστέριον, υποκοριστικό για την altgriechisch περιστερά[1]
Griechisch | Deutsch |
---|---|
(περιστέρια) και Struthio camelus (στρουθοκάμηλοι). | (Tauben) und Struthio camelus (Strauße). Übersetzung bestätigt |
Πουλερικά — κοτόπουλα, χήνες, πάπιες, γαλοπούλες και φραγκόκοτες —, στρουθοκάμηλοι, περιστέρια | Geflügel (Hühner, Enten, Gänse, Truthühner und Perlhühner), Strauße, Tauben Übersetzung bestätigt |
ως «πουλερικά» νοούνται οι όρνιθες, οι γαλοπούλες, οι μελεαγρίδες (φραγκόκοτες), οι πάπιες, οι χήνες, τα ορτύκια (φασιανίδες), τα περιστέρια, οι φασιανοί, οι πέρδικες και οι στρουθιονίδες (Ratitae), που εκτρέφονται ή κρατούνται σε αιχμαλωσία με σκοπό την αναπαραγωγή τους, την παραγωγή κρέατος ή αυγών κατανάλωσης ή την ανασύσταση του πληθυσμού των θηραμάτων· | „Geflügel“: Hühner, Puten, Perlhühner, Enten, Gänse, Wachteln, Tauben, Fasane, Rebhühner und Laufvögel (Ratitae), die zu Zuchtzwecken, zur Erzeugung von Fleisch oder Konsumeiern oder zur Wiederaufstockung von Federwildbeständen in Gefangenschaft aufgezogen oder gehalten werden; Übersetzung bestätigt |
Άλλα (ζώα ζωντανά, εκτός από κατοικίδια κουνέλια και περιστέρια: όχι για ανθρώπινη διατροφή) | Andere (lebende Tiere, ausgenommen Hauskaninchen und Tauben: nicht für die menschliche Ernährung) Übersetzung bestätigt |
Πουλερικά (εξαιρούνται χήνες και περιστέρια) | Geflügel außer Gänsen und Tauben Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Deutsche Synonyme |
---|
Noch keine deutschen Synonyme |
περιστέρι το [peristéri] : κοινή ονομασία για πολυάριθμα συγγενικά είδη πουλιών, με μέτριο σώμα και σχετικά μικρό κεφάλι, που ζουν κατά ζεύγη, άλλα άγρια και άλλα εξημερωμένα· (πρβ. περιστερά, περιστέρα): Άγριο περιστέρι, αγριοπερίστερο. Ήμερα / εξημερωμένα / κατοικίδια περιστέρια. Άσπρο περιστέρι. Tαχυδρομικά περιστέρια, είδος εκπαιδευμένο για την αποστολή μηνυμάτων. || στο λόγο και συχνότερα σε παραστάσεις, ως σύμβο λο ειρήνης, αθωότητας, αγνότητας, άδολης και σταθερής ερωτικής αγάπης και, στη χριστιανική θρησκεία, ως σύμβολο του Aγίου Πνεύματος· (πρβ. περιστερά).
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.