περισσεύω altgriechisch περισσεύω περισσός / περιττός περί indoeuropäisch (Wurzel) *per-
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Noch keine Beispielsätze. |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Deutsche Synonyme |
---|
überbleiben |
verbleiben |
übrig bleiben |
übrigbleiben |
bestehen bleiben |
Aktiv | |||
---|---|---|---|
Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | περισσεύω | περισσεύουμε, περισσεύομε |
περισσεύεις | περισσεύετε | ||
περισσεύει | περισσεύουν(ε) | ||
Imper fekt | περίσσευα | περισσεύαμε | |
περίσσευες | περισσεύατε | ||
περίσσευε | περίσσευαν, περισσεύαν(ε) | ||
Aorist | περίσσεψα | περισσέψαμε | |
περίσσεψες | περισσέψατε | ||
περίσσεψε | περίσσεψαν, περισσέψαν(ε) | ||
Per fekt | έχω περισσέψει | έχουμε περισσέψει | |
έχεις περισσέψει | έχετε περισσέψει | ||
έχει περισσέψει | έχουν περισσέψει | ||
Plu per fekt | είχα περισσέψει | είχαμε περισσέψει | |
είχες περισσέψει | είχατε περισσέψει | ||
είχε περισσέψει | είχαν περισσέψει | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα περισσεύω | θα περισσεύουμε, θα περισσεύομε | |
θα περισσεύεις | θα περισσεύετε | ||
θα περισσεύει | θα περισσεύουν(ε) | ||
Fut ur | θα περισσέψω | θα περισσέψουμε, θα περισσέψομε | |
θα περισσέψεις | θα περισσέψετε | ||
θα περισσέψει | θα περισσέψουν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω περισσέψει | θα έχουμε περισσέψει | |
θα έχεις περισσέψει | θα έχετε περισσέψει | ||
θα έχει περισσέψει | θα έχουν περισσέψει | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να περισσεύω | να περισσεύουμε, να περισσεύομε |
να περισσεύεις | να περισσεύετε | ||
να περισσεύει | να περισσεύουν(ε) | ||
Aorist | να περισσέψω | να περισσέψουμε, να περισσέψομε | |
να περισσέψεις | να περισσέψετε | ||
να περισσέψει | να περισσέψουν(ε) | ||
Perf | να έχω περισσέψει | να έχουμε περισσέψει | |
να έχεις περισσέψει | να έχετε περισσέψει | ||
να έχει περισσέψει | να έχουν περισσέψει | ||
Imper ativ | Pres | περίσσευε | περισσεύετε |
Aorist | περίσσεψε | περισσέψτε, περισσεύτε | |
Part izip | Pres | περισσεύοντας | |
Perf | έχοντας περισσέψει περισσευούμενα | ||
Infin | Aorist | περισσέψει |
περισσεύω [perisévo] .2α μπε. (οικ.) περισσευούμενος : α. μένω ως υπόλοιπο· απομένω: Tο βράδυ φάγαμε ό,τι είχε περισσέψει από το μεσημέρι. Πλήρωσε όλο το ποσό και του περίσσεψαν και χίλιες δραχμές. (έκφρ.) φτάνει και περισσεύει, για ό,τι είναι σε ποσότητα, μέγεθος, αριθμό κτλ. που επαρκούν. β. είμαι περιττός, είμαι επιπλέον του χρήσιμου, σκόπιμου κτλ. και γι΄ αυτό μη χρήσιμος: Tα πολλά λόγια περισσεύουν. ΦΡ μονό δεν του φτάνει, διπλό του περισσεύει, για άνθρωπο που ποτέ δε μένει ικανοποιημένος. στο καλάθι / στα καλάθια δε χωρεί*, στο κοφίνι / στα κοφίνια περισσεύει. γ. υπάρχω σε αφθονία: Tου περίσσεψαν τα βάσανα.
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.