περιληπτικός -ή -ό Adj.  [periliptikos -i -o, perilhptikos -h -o]

  Adj.
(0)

GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.

Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

  • περιληπτικός (maskulin)
  • περιληπτική (feminin)
  • περιληπτικό (neutrum)


Griechische Definition zu περιληπτικός -ή -ό

περιληπτικός -ή -ό [peridivptikós] : για λόγο που αποδίδει το περιεχό μενο ενός κειμένου με λίγα λόγια, σε περίληψη· συνοπτικός: Περιληπτική αφήγηση / εξιστόρηση. Περιληπτική απόδοση ενός κειμένου. Περιληπτική αναφορά. || (ειδ., γραμμ.): Περιληπτικό όνομα. Περιληπτική έννοια, που εκφέρεται στον ενικό αριθμό αλλά δηλώνει πολλά πράγματα, όντα κτλ., όπως π.χ. λαός, αγέλη, πλήθος. περιληπτικά & (λόγ.) περιληπτικώς ΕΠIΡΡ σε περίληψη, συνοπτικά, εν περιλήψει: Aναφέρθηκε στα προγενέστερα γεγονότα περιληπτικώς.

[λόγ. < αρχ. περιληπτικός, αρχ. σημ.: `που μπορεί να πιαστεί γύρω γύρω΄· λόγ. < ελνστ. περιληπτικῶς]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback