παράδοξος Adj.  [paradoksos, parathoksos]

  Adj.
(5)
  Adj.
(0)
  Adj.
(0)

GriechischDeutsch
Επίσης, ο τριπλασιασμός των πιστώσεων που χορηγούνται στην προσέγγιση LEADER είναι παράδοξος με βάση την εξέλιξη των εθνικών συγχρηματοδοτήσεων.Ebenso ist die Verdreifachung des Finanzvolumens für das LEADER-Konzept angesichts der Entwicklung der einzelstaatlichen Kofinanzierungen paradox.

Übersetzung bestätigt

Επίσης, ο τριπλασιασμός των πιστώσεων που χορηγούνται στην προσέγγιση LEADER είναι παράδοξος με βάση την εξέλιξη των εθνικών συγχρηματοδοτήσεων.Ebenso ist die Verdreifachung des Finanzvolumens für das LEADER-Konzept angesichts der Entwicklung der einzelstaat­lichen Kofinanzierungen paradox.

Übersetzung bestätigt

Επίσης, ο τριπλασιασμός των πιστώσεων που χορηγούνται στην προσέγγιση Leader είναι παράδοξος σε σχέση με την εξέλιξη των εθνικών συγχρηματοδοτήσεων.Ebenso ist die Verdreifachung des Finanzvolumens für das LEADER-Konzept angesichts der Entwicklung der einzelstaat­lichen Kofinanzierungen paradox.

Übersetzung bestätigt

Επιτρέψτε μου να διατυπώσω περιληπτικά την προτεραιότητα που δίνω στην ευρωπαϊκή διαστημική δραστηριότητα με έναν συνδυασμό εννοιών που ίσως φαίνεται παράδοξος: ανεξαρτησία και συνεργασία.Lassen Sie mich meine Priorität für die europäische Raumfahrt mit einem vielleicht paradox wirkenden Begriffspaar zusammenfassen: Unabhängigkeit und Zusammenarbeit.

Übersetzung bestätigt

Μόνο που ο όρος "υγιεινό τρόφιμο" εμφανίζεται να είναι παράδοξος.Nur der Begriff "gesunde Lebensmittel" an sich scheint paradox zu sein.

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
παράδοξος -η -ο

Grammatik

Noch keine Grammatik zu παράδοξος.



Griechische Definition zu παράδοξος

παράδοξος, επίθ.

1)
α) Απροσδόκητος, ανέλπιστος:
(Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 432
β) απίστευτος:
(Σφρ., Χρον. 7225).
2) Που ξεπερνά την κοινή λογική, ασύλληπτος από τον κοινό νου, υπερφυσικός:
δράμετ’ εδώ να ιδείτε την σήμερον παράδοξον πράγμα να στοχαστείτε (Σουμμ., Παστ. φίδ. Β́ [1278]· Βίος Αλ. 1200).
3) Που ξεπερνά τα κοινά όρια, υπέρμετρος, υπερβολικός:
α) (με θετ. σημασ.):
Το δε παιδίον ηύξανε … χάρισμα έχων εκ Θεού παράδοξον ανδρείας (Διγ. Gr. 948· Βίος Αλ. 2413
β) (με αρνητ. σημασ.):
μεγάλον και παράδοξον, φρικτόν βλέπω τον φόνον (Διακρούσ. 10617).
4) Πρωτοφανής:
Όντως λίαν το οραθέν παράδοξον και ξένον· άνθρωπος άοπλος, πεζός, … καθολικώς ενίκησεν (Διγ. Gr. 2647· Σφρ., Χρον. 11011).
5)
α) Ασυνήθιστος:
το ύψος δε (ενν. του πύργου) αμήχανον παράδοξος δ’ η κτίσις (Διγ. Z 3839
β) παράξενος:
Ιδόντες δε οι συγγενείς σου την παράδοξον συμβουλήν ηφέραν τον πνευματικό (Σπανός B 156).
6) Θαυμαστός, αξιοθαύμαστος:
Ου γαρ εθαύμασας … τας παραδόξους καθορών αεί ανδραγαθίας (Διγ. Z 3246).
7) (Προκ. για καταγωγή) ευγενικός, διακεκριμένος:
είχε (ενν. η κόρη) γαρ κάλλος άπειρον, παράδοξον το γένος (Διγ. Z 1642).
Το ουδ. ως ουσ. =
1) Απροσδόκητο γεγονός που προκαλεί έκπληξη ή δέος:
Ω θαυμαστόν παράδοξον, ω συμφορά μεγάλη … (Βίος Δημ. Μόσχ. 109
ο δε Πέρσης πεσών προσεκύνησεν αυτούς εκπλαγείς το παράδοξον (Έκθ. χρον. 3825).
2) Ασυνήθιστο, παράδοξο γεγονός:
βλέπει τα παράδοξα, τα παρά φύσιν όλα (Καλλίμ. 278).
3) (Πιθ.) λογικό παράδοξο, σόφισμα:
α δω κι αλλάξει λογισμό και παίρνει τη ντοτρίνα, θ’ αρχίσω τα παράδοξα να τ’ αρμηνέψω (Κατζ. Δ́ 140).
[αρχ. επίθ.παράδοξος. Η λ. και σήμ.]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback