παλαιώνω Verb  [paleono, palaiwnw]

(0)

GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.

Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Noch keine Grammatik zu παλαιώνω.



Griechische Definition zu παλαιώνω

παλαιώνω· παλιώνω.

I. Ενεργ.
Ά (Μτβ.) κάνω κ. να παλιώσει·
(μεταφ.):
το μάκρος του καιρού τα πάντα παλαιώνει (Πένθ. θαν. 561).
Β́ Αμτβ.
1)
α) Γίνομαι πολλών χρόνων, γερνώ:
ότι να γεννήσεις παιδιά και παιδιά των παιδιών και να παλαιώσετε εις την ηγή (Πεντ. Δευτ. IV 25· Γέν. XVIII 12
β) τραβώ σε μάκρος, χρονίζω:
όσο πλέον επαλαίωνε η αμαρτία τόσο πλέον η βασιλεία υπήγαινε χειρότερα (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 115r).
2)
α) Φθείρομαι:
(Πεντ. Δευτ. XXIX 4
β) σβήνω, μαραζώνω:
Να 'χει … αγάπην μυστικήν, που πάντα … στέκει ζωντανή κι ουδέποτε παλιώνει (Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [18]).
II. (Μέσ.) εθίζομαι·
(μεταφ.) βουλιάζω, βυθίζομαι:
επαλαιώθηκες εις την αμαρτίαν (Βενετσάς, Δαμασκηνού Βαρλαάμ 1132).
Η μτχ. παρκ. ως επίθ. =
α) παλιός:
την παλιωμένην ελπίδα μας μου ξανακαινουργώνουν (ενν. οι μεγάλες φαντασιές) (Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά [916]
β) (υβριστ.) αχρείος:
γραυ παλαιωμένη (Πτωχολ. α 644).
[αρχ. παλαιόω. Ο τ. στο Meursius (‑όννειν) και σήμ. Η λ. και σήμ. (ΑΛΝΕ)]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback