παλαιός -ά -ό Adj.  [paleos -a -o, palaios -a -o]

  Adj.
(0)
  Adj.
(0)

GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.


Grammatik

  • παλαιός (maskulin)
  • παλαιά (feminin)
  • παλαιό (neutrum)


Griechische Definition zu παλαιός -ά -ό

παλαιός, επίθ.· παλαίος· παλιός.

1) Μεγάλος στην ηλικία, ηλικιωμένος
α) (προκ. για πρόσωπα):
(Ιστ. πατρ. 17323), (Πανώρ. Ά 265
β) (προκ. για ζώα):
(Φυσιολ. (Legr.) 715), (Φορτουν. Γ́ 537
γ) (προκ. για φυτά):
(Θησ. Ζ́ [373]).
2) (Για πρόσωπα)
α) που υπάρχει από το παρελθόν, από παλιά, «παλιός»·
(προκ. για φίλο, εχθρό, κλπ.):
(Λίμπον. 475), (Συνθήκ. Καλλ. 302
(προκ. για στρατιώτη):
εσηκώθην … ταραχή μεσόν τους λας των αρμάτων τους νέους με τους παλιούς (Μαχ. 9631
β) που έζησε στο μακρινό παρελθόν, αρχαίος:
(Τζάνε, Κρ. πόλ. 5885), (Διγ. Άνδρ. 39329), (Σοφιαν., Γραμμ. 76
(προκ. για τους Πατέρες της Εκκλησίας):
έπεψεν (ενν. ο Παύλος) επιστολήν των παλαιών Πατέρων (Συναξ. γυν. 130
γ) (κατ’ επέκταση) σεβαστός, αγαπημένος:
Ω μάννα μου παλιά, γλυκύν μου χώμαν (Κυπρ. ερωτ. 11113
δ) έμπειρος:
(Σουμμ., Παστ. φίδ. Β́ [752]
στρατιώτας παλαιούς και καλούς και διδαγμένους (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 380
ε) (υβριστ.) άξιος περιφρόνησης, αχρείος, τιποτένιος:
της Πουλισένας, της παλιάς πουτάνας (Κατζ. Έ 40).
3) (Για πράγματα)
α) που ανήκει ή αναφέρεται στο παρελθόν, που υπάρχει από παλιά·
(προκ. για νόμο, συνήθεια κ.τ.ό.):
(Πουλολ. 583), (Σεβήρ., Ενθύμ. 28
(προκ. για την τέχνη):
(Ροδολ. Γ́ 45
(προκ. για αγάπη, πόνο, κ.τ.ό.):
(Ερωτόκρ. Ά 1270), (Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Ά 19
β) (προκ. για κτίσμα, πόλη, λιμάνι. κ.τ.ό.) που κατασκευάστηκε παλιά:
(Έκθ. χρον. 1726), (Μαχ. 1526
γ) (προκ. για προϊόν) που παρασκευάστηκε παλιά, που είναι παλιάς εσοδείας:
(Ασσίζ. 24515), (Ορνεοσ. αγρ. 5475
δ) (ειδικά για φυτικό προϊόν) ξηρός:
(Ιερακοσ. 4875), (Ιατροσόφ. 9418
ε) (προκ. για νόμισμα) παλιάς κοπής· (συνεκδ.) μεγάλης αξίας:
(Διγ. Z 2078).
Εκφρ.
1) Παλαιά Γραφή/Διαθήκη = το σύνολο των ιερών βιβλίων των Εβραίων πριν από το Χριστό, Παλαιά Διαθήκη:
(Συναξ. γυν. 115), (Γεωργίου Ρήτορος, Στ. 57).
2) Παλαιοί χρόνοι = το παρελθόν:
(Πανώρ. Έ 239).
3) Παλαιόν ένδυμα = (θεολ.) παλιός άνθρωπος (βλ. έκφρ. 4):
(Φυσιολ. 34430), (34421).
4) Παλαιός άνθρωπος = (θεολ.) ο παλιός, ο μη αναγεννημένος από το Χριστό άνθρωπος:
(Φυσιολ. 34427).
5) Παλαιός λόγος, βλ. λόγος Εκφρ. 8.
6) Τον παλαιόν καιρόν = στο παρελθόν:
(Έκθ. χρον. 7313), (Βακτ. αρχιερ. 185).
Το αρσ. ως ουσ. =
α) (παλιός) φίλος:
Αρωτούμεν σε ως παλαιόν και εμπιστόν (Μαχ. 18411
β) οι παλαιότερες γενιές ανθρώπων, οι πρόγονοι:
(Τζάνε, Κρ. πόλ. 1993), (Τριβ., Ταγιαπ. 115).
Το ουδ. ως ουσ. =
α) (στον πληθ.) γεγονότα που συνέβησαν στο παρελθόν:
σαν σε πω τα παλαιά, να γράψω άλλο νόβο (Κορων., Μπούας 11
β) (στον εν.) καρπός της σοδειάς των προηγούμενων χρόνων:
να φάτε από την εσοδειά παλαιό ως τον χρόνο τον έννεατο (Πεντ. Λευιτ. XXV 22
έκφρ. κατά το παλαιόν = σύμφωνα με το παλιό ημερολόγιο:
(Βελλερ., Επιστ. 54).
[αρχ. επίθ. παλαιός. Ο τ. παλαίος και σήμ. ποντ. Διάφ. τ. σήμ. ιδιωμ. Η λ. και ο τ. παλιός και σήμ.]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback