Griechische Definition zu παιγνίδιον
παιγνίδιον το· παιγνίδι· παιγνίδιν· παιχνίδι(ν).
1) α) (Γενικά) πράξη ή ασχολία που γίνεται απλώς για διασκέδαση, για ψυχαγωγία
: έπεσε (ενν. ο βασιλεύς) … εις τους χορούςκαι εις τα παιγνίδια (Δωρ. Μον. (Βαλ.) 41· Ριμ. Απολλων. [765])·
(μεταφ.)
: τση Μοίρας το παιγνίδι (Ερωτόκρ. Δ́ 615)·
β) ομαδικό παιγνίδι, παιδιά
: το κρυφτούλι, παιγνίδι που … συνήθεια τ’ έχομ’ ούλοι (Σουμμ., Παστ. φίδ. Β́ [1048]· Πιστ. βοσκ. III 2, 19).
2) α) Τυχερό παιγνίδι
: Πέντε πράματα καταλύουν τες αρχοντίες: το παιγνίδιν, η πορνεία, η γούλα, οι πόλεμοι και οι γυναίκες (Άνθ. χαρ. (κυπρ.) 148)·
β) επιτραπέζιο παιγνίδι
: παιγνίδια, … σκάκους, ταβλία και ζατρίκια (Διήγ. παιδ. 921).
3) Αντικείμενο που χρησιμοποιεί κάπ., ιδίως παιδί, για να παίζει, παιγνίδι
: όντεν ανεθρέφουμου … παιγνίδια και κουτσουνικά πάντά 'βανα στο νου μου (Ερωτόκρ. Ά 976)·
(μεταφ.)
: κόρη μου ευγενικότατη, …, ξόμπλι της καλοριζικιάς, τσ’ ανάπαψης παιγνίδι (Ιντ. κρ. θεάτρ. Δ́ 34).
4) (Μεταφ.)
α) (προκ. για κ. που γίνεται εύκολα, δίχως κόπο)
: λέοντες και λεοντόπαρδους είχεν τους σαν παιχνίδιν (Αχιλλ. L 1228· Ερωτόκρ. Ά 1629)·
β) (προκ.για κ. που δεν έχει βαρύτητα, σπουδαιότητα)
: είπεν: «Οι όρκοι παιγνιδία είναι» (Μαχ. 54822· Γλυκά, Στ. 519).
5) (Μεταφ.)
α) αστεϊσμός σε βάρος κάπ., φάρσα
: να πεις έναν πράμαν για παιγνίδιν (Ξόμπλιν φ. 134r· Στάθ. Β́ 52)·
έκφρ.
σε παιγνίδι = στ’ αστεία
: (Ερωτόκρ. Δ́ 343)·
β) εμπαιγμός·
φρ.
κάμνω παιγνίδιον = εμπαίζω, κοροϊδεύω κάπ.
: (Μπερτολδίνος 108)·
γ) (προκ. για πρόσωπο ή πράγμα που βρίσκεται στην απόλυτη διάθεση κάπ.) έρμαιο, πιόνι
: (Πανώρ. Β́ 214)·
Άλλοι άξοι, φρονιμότατοι, … του Έρωτα εγενήκασι παιγνίδι (Ερωτόκρ. Ά 280).
6) Τέχνασμα, πλεκτάνη·
(εδώ προκ. για πολεμικό τέχνασμα, στρατήγημα)
: όσα παιγνίδια σύρνονται εις τον παρόντα κόσμον, εκτότε τα εδίδαξαν οι Έλληνες στην Τροίαν (Βυζ. Ιλιάδ. 893).
7) α) Αγώνισμα αθλητικό
: για να τον τιμήσουσι (ενν. τον Αρκήτα) … πολλά παιγνίδια όρθωσαν να γένουν και παλαίστρες (Θησ. IÁ [592])·
β) αγώνισμα πολεμικό
: πρέπει να παιδεύομεν και να γυμνάζομεν τα παιδία εις τα στρατιωτικά και πολεμικά παιγνίδια και αγώνας (Σοφιαν., Παιδαγ. 111)·
(εδώ μονομαχία)
: να κάμουσι κι οι δυο (ενν. ο Καραμανίτης και ο Κρητικός) θανατερό παιγνίδι (Ερωτόκρ. Β́ 1040).
8) Ερωτικό παιγνίδι, ερωτοτροπία
: Τότες τα λόγια, τα φιλιά και τα παιγνίδια αγάπης νομικής ήσαν δεσίδια (Σουμμ., Παστ. φίδ. Χορ. δ́ [37]· Βοσκοπ. 31).
9) α) Μουσικό όργανο
: με όργανα, με τούμπανα και με πολλά παιγνίδια (Διγ. O 139)·
(προκ. για πολεμικό μουσικό όργανο)
: (Χρον. σουλτ. 9012)·
Εδώκασιν τα βούκινα και όλα τα παιγνίδια (Ιμπ. 118)·
β) (συνεκδ.) μουσική
: χορός αρχοντικός με δίχως το παιγνίδι (Κάτης (Χόλτον) 99).
10) Θέαμα
: μη θεωρείν τον ιερέα χορούς ή παιγνίδια (Μαλαξός, Νομοκ. 176· Διγ. O 2216).
[<ουσ. παίγνιον + υποκορ. κατάλ. ‑ίδιον. Ο τ. ‑ι στο Meursius και σήμ. Ο τ. παιχνίδι και σήμ. Η λ. τον 6. αι.]
[...]
http://www.greek-language.gr