Griechische Definition zu ολίγος
ολίγος, επίθ.· αλίγος· ελίγος· ελλίγος· λίγος· 'λιγός· 'λίος· 'λιος· 'λλίγος· 'λλίος· όλιγος· ολιγός· ολλίγος· υπερθ. λιγότατος· ολιγότατος.
1) α) Που υφίσταται σε μικρή ποσότητα, λίγος
: (Προδρ. IV 599)·
γιατρικό λίγο (Πανώρ. Ά 150)·
ελίγον κέρδος (Αχέλ. 1057)·
β) (μεταφ.)
: 'λλίγην 'λεμοσύνην (Κυπρ. ερωτ. 298· Ερωτόκρ. Ά 1122).
2) α) Που υφίσταται σε περιορισμένο αριθμό
: τρίχας ολιγάς (Λόγ. παρηγ. O 568)·
πράγματα ολιγά (Σπαν. (Ζώρ.) V 103)·
η χαρά μου 'λλίους μήνες και πολλούς τα κλάματά μου (Κυπρ. ερωτ. 1267)·
β) (ως ουσ.)
: ολιγοί μέλλουν στραφήναι εις τας χώρας τας ιδίας (Ερμον. Η 226· Φαλιέρ., Ιστ. 190)·
γ) που αριθμεί λίγα μέλη, ολιγάριθμος
: όχι από τη πληθότητά σας … εδιάλεξεν (ενν. ο Κύριος) εις εσάς, ότι εσείς το ολιγότερο από τα έθνη (Πεντ. Δευτ. VII 7)·
φουσσάτο … ολίγον (Χρον. Τόκκων 505).
3) (Προκ. για χρον. διάστημα) που έχει μικρή διάρκεια, σύντομος
: την 'λλίγην την ζωήν με δίχα κλάμαν να την περάσω (Κυπρ. ερωτ. 1365· Λίβ. Sc. 152).
4) (Προκ. για τοπ. έκταση, απόσταση) μικρός
: (Ροδινός 107), (Τζάνε, Κατάν. 16).
5) α) (Προκ. για μέγεθος) μικρός
: (Προδρ. IV 652)·
β) (προκ. για κείμενο, ομιλία) σύντομος
: ολίγον καταλόγιν (Περί ξεν. 3· Ναθαναήλ Μπέρτου, Ομιλίαι I 3).
6) (Στο συγκρ., προκ. για ηλικία) μικρότερος
: γυναίκα … εις τους χρόνους ολιγότερη από τους εικοσιπέντε (Νομοκριτ. 68).
7) α) (Προκ. για ένταση) αδύναμος, ασθενής
: (Πιστ. βοσκ. V 5, 423)·
Το πλήθος δεν με θέλει ηκούγει από την ολίγην φωνήν (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 157v)·
β) (προκ. για συναισθήματα)
: να μηδέν η αγάπη σου λιγότερή μοι γένει (Πόλ. Τρωάδ. 5795)·
γ) (προκ. για την ψυχή)
: (Καρτάν, Π. Ν. Διαθ. φ. 241v).
8) α) (Προκ. για ποιότητα ή αξία) μικρός, ασήμαντος, μηδαμινός
: προτέρημαν ολίγον (Σπαν. Α 486· Ευγέν. 509)·
β) (για πρόσωπο) ανίκανος, ανεπιτήδειος (σε κ.)
: ολίγος εις την γνώσιν (Συναδ. φ. 25r).
9) Ανεπαρκής
: φύλαξιν είχαν (ενν. οι Αλβανίται) ολιγήν και βίγλα ουδέ όλως (Χρον. Τόκκων 792· Ερωφ. Γ́ 290).
10) (Ως σύστ. αντικ.)
: εποίκεν και ο ρε Ζακ ολλίγον και ο ρε Τζενίος ολλίον (Μαχ. 59030).
11) (Με την αντων.
τίποτις για να δηλωθεί κάτι το ελάχιστο)
: Μαγάρι ας εύρομε για 'δά τίποτις λίγο μίσσο (Φαλιέρ., Ιστ. 389)·
έκφρ.
ολίγον τίποτε περισσότερον = κάτι παραπάνω
: (Σοφιαν., Παιδαγ. 102).
12) (Με το αρνητ. μόρ.
ουκ για να δηλωθεί αρκετός, σημαντικός αριθμός, ποσότητα, χρόνος, κλπ.)
(Πουλολ. 552)·
Γέγονε δε αργία ουκ ολίγη (Έκθ. χρον. 7625).
Εκφρ. 1) Εν ολίγῳ =
(α) σε μικρό χρονικό διάστημα, σύντομα
: (Έκθ. χρον. 7516)·
(β) περιληπτικά, με λίγα λόγια
: (Ψευδο-Σφρ.18820).
2) 'Λίος λαός, βλ. λαός (I) 3β έκφρ. (1).
Το αρσ. ως ουσ. = (προκ. για εβραϊκή φυλή)
α) αυτή που αριθμεί λίγα μέλη
(Πεντ. Αρ. XXXIII 54)·
β) αυτή που έχει μικρή ιδιοκτησία
: τα κράτη … από το πολύ να πληθύνετε και από τον ολίγο να ολιγοστέψετε (Πεντ. Αρ. XXXV 8).
Το ουδ. ως ουσ. =
1) Μικρή ποσότητα
: (Σπαν. (Ζώρ.) V 16)·
το λίγο εγίνηκε πολύ (Ερωτόκρ. Ά 101).
2) (Περιληπτ. προκ. για ολιγομελείς εβραϊκές φυλές)
: (Πεντ. Αρ. XXVI 56).
3) (Ο συγκρ. επιρρ.) τουλάχιστον
: Κρασοπ. B 74·
αν δεν είναι εις όλον, το ολιγότερον εις μέρος (Μπερτολδίνος 91).
[αρχ. επίθ. ολίγος. Ο τ. ελί‑ και σήμ. ποντ. Ο τ. λίγ‑ στο Βλάχ. και σήμ. Ο υπερθ. λιγότατος στο Somav. και ολιγότατος στο Βλάχ. (‑γω‑). Ο τ. 'λλίος σήμ. ιδιωμ. Ο τ. ολλίγος στο Meursius. Η λ. και σήμ. ποντ.]
[...]
http://www.greek-language.gr