ξεχωριστός Adj.  [ksechoristos, ksexwristos]

  Adj.
(11)
  Adj.
(5)
  Adj.
(2)

Etymologie zu ξεχωριστός

ξεχωριστός ξεχωρίζω


GriechischDeutsch
Προτείνεται ξεχωριστός κανονισμός ώστε η ευρωπαϊκή εδαφική συνεργασία να λαμβάνει καλύτερα υπόψη το πολυκρατικό πλαίσιο των προγραμμάτων και να κάνει ειδικότερες προβλέψεις για τα προγράμματα και τις πράξεις συνεργασίας, όπως έχει ζητηθεί από μεγάλο αριθμό ενδιαφερομένων.Eine separate Verordnung wird für die Europäische territoriale Zusammenarbeit vorgeschlagen, um dem multinationalen Kontext, in dem die Programme durchgeführt werden, stärker Rechnung zu tragen, und um besondere Bestimmungen für Kooperationsprogramme und -vorhaben festzulegen, was von vielen Akteuren gefordert worden war.

Übersetzung bestätigt

Παραλλαγή: ειδικός ξεχωριστός στόχος για τα μη σιδηρούχα μέταλλα («διαχωρισμός μετάλλων»)Variante: besondere Zielvorgabe für Nichteisenmetalle („metal split“)

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
ξεχωριστός -ή -ό

Grammatik

Noch keine Grammatik zu ξεχωριστός.



Griechische Definition zu ξεχωριστός

ξεχωριστός, επίθ.· εξεχώριστος· εξεχωριστός· συγκρ. ξεχωριστότερος.

1)
α) Ξεχωρισμένος, ιδιαίτερος, χωριστός:
(Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 21r
β) αποχωρισμένος, απομακρυσμένος:
να ζω … με την ψυχήν μου ξεχωριστή 'κ τα μέλη τα δικά μου (Πιστ. βοσκ. V 3, 97).
2) Χωριστός, μεμονωμένος:
(Χριστ. διδασκ. 115
ένα βουνί τζιμαρόλον … δείχνει σου απομακρέα ωσά ξεχωριστόν (Πορτολ. Β 5812).
3) (Μεταφ., προκ. για χώρα) μόνος, που δεν έχει συμμάχους:
(Ροδολ. Έ 42).
4) Διαφορετικός:
(Ιστ. πατρ. 13716).
5) Σημαντικός, ιδιαίτερος:
το ξεχωριστότερον μέρος της ευχαριστίας εκείνης οπού είμαστε χρεώσται του Θεού (Χριστ. διδασκ. 327).
6)
α) Που διακρίνεται, που ξεχωρίζει:
εφαίνουνταν (ενν. οι Αθηναίοι) ξεχωριστοί με πολιάν γηραίοι (Λίμπον. Επίλ. 77
β) (για πράγματα ή τόπο):
(Αχιλλ. L 805), (Τζάνε, Κρ. πόλ. 23416).
7) (Μεταφ.) εξαίρετος, εκλεκτός:
μυριοχάριτο τον ήκαμεν η φύση κι εφάνηκε ξεχωριστός σ’ Ανατολή και Δύση (Ερωτόκρ. Β́ 548
ας δει την εξεχωριστήν του κόσμου (Αχιλλ. L 1244).
8) (Με την πρόθ. εις + αιτιατ.) που διακρίνεται σε κ.:
στη φρόνεση ξεχωριστός (Τζάνε, Κρ. πόλ. 4436
(προκ. για τη Βενετία):
(Τζάνε, Κρ. πόλ. 56722).
9)
α) Εξαιρετικός, θαυμαστός· μοναδικός·
(σε μεταφ.):
(Σουμμ. Παστ. φίδ. Χορ. γ́ [26]
μία νεφέλη φωτεινή (ενν. η Παρθένος) ξεχωριστή και πολλά διαφορετική από όλα τα νέφη (Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 407
β) πολύ μεγάλος, σπουδαίος:
ξεχωριστή … δύναμη (Ροδολ. Έ 39· Αχιλλ. L 1225).
[<ξεχωρίζω. Η λ. στο Du Cange (λ. ξεχωρίζειν) και σήμ.]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback