ξεσχίζω Verb  [kseschizo, ksesxizw]

  Verb
(0)
  Verb
(0)

Etymologie zu ξεσχίζω

ξεσχίζω mittelgriechisch λέξη von αόριστο ἐξέσχισα ή τον παρατατικό ἐξέσχιζον του ελληνιστικού ἐκσχίζω


GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.

Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter



Griechische Definition zu ξεσχίζω

ξεσχίζω· ξερκίζω· ξεσκίζω· μτχ. παρκ. εξεσχισμένος· ξεκισμένος.

I. Ενεργ.
1)
α) Σχίζω, κάνω κομμάτια:
τα φλάμπουρα ξεσκίσασι (Αχέλ. 1074
φρ. ξεσκίζω τα ρούχα μου =
(α) για εκδήλωση μεγάλης λύπης ή οργής:
(Δεφ., Σωσ. 210, Φορτουν. Β́ 374
(β) προκ. για δαιμονισμένο:
(Διαθ. Νίκωνος 258
β) (μεταφ. προκ. για την καρδιά):
την καρδιά μου εξέσκισε κι επήρε μου το νου μου (Πανώρ. Ά 164
γ) (σε μεταφ.) αποκηρύσσω, απαρνούμαι:
τη 'στόρηση της ανθρωπιάς εξέσκισες κι εγδύθης και προπατείς ωσάν το ζο (Ερωτόκρ. Ά 1182
δ) (προκ. για πληγή) ανοίγω περισσότερο, επιδεινώνω:
(Ερωτόκρ. Δ́ 1076).
2) Σχίζω στα δυο:
(Βεντράμ., Φιλ. 208).
3)
α) (Για άγριο θηρίο, σκύλο ή αρπακτικό πτηνό) καταξεσχίζω, κατασπαράζω:
(Χούμνου, Κοσμογ. 802, Θησ. Έ [576], Αιτωλ., Μύθ. 35
β) (προκ. για πολεμικούς ελέφαντες):
(Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 252).
4)
α) Γδέρνω, προκαλώ αμυχές:
τα πόδια σου στο δάσο να ξεσκίζεις (Πιστ. βοσκ. II 2, 100
β) (με αντικ. τα ουσ. μάγουλα, στήθη σε εκδήλωση πένθους):
(Λίμπον. 414, Κορων., Μπούας 42).
5)
α) Εξοντώνω, αφανίζω, θανατώνω:
(Τζάνε, Κρ. πόλ. 49810·)>
ενίκα δυνατούς κι εξέσχιζε λεοντάρια (Διγ. A 4401
β) (εδώ με ταυτόχρονο κομμάτιασμα της σάρκας):
κανονία στρατιώτες τρεις εξέσκισεν (Αχέλ. 1065
γ) διαμελίζω (νεκρό σώμα):
τον μουσικόν Ορφεύ όλες τους (ενν. οι Θρακιές) εξεσχίσαν (Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́ [445]).
6) Συντρίβω, κομματιάζω:
(Ερωτόκρ. Β́ 2393).
7)
α) (Μεταφ.) διασχίζω, διαπερνώ:
βροντή … τα νέφαλα ξεσκίζει (Ερωτόκρ. Β́ 1124
β) προκ. για το όργωμα:
ξεσκίζω την γην με το ζευγάρι (Πιστ. βοσκ. V 1, 12).
8) Παραβιάζω τα σύνορα (χώρας, πόλης), εισβάλλω:
Αλίμονον στη χώραν μας, αφής την εξεσχίσαν οι Τούρκοι (Θρ. Κύπρ. 457).
9) Καταστρέφω οικονομικά, «γδέρνω»:
να με ξεσκίσει, … το σπίτι μου να γδύσει; (Πανώρ. Έ 237).
10) Αδικώ κατάφωρα:
να μην αφήνει (ενν. ο βασιλέας) να ξεσκίζονται οι πτωχοί οπού κρένονται (Μπερτόλδος 84).
II. Μέσ.
1)
α) Σχίζομαι, κόβομαι:
(Πεντ. Έξ. XXXIX 23
(σε σχ. υπαλλαγής):
να ξεσκίζομαι 'ς το ράσο (Φαλλίδ. 274
β) (μεταφ. σε ιδιάζ. χρ.):
εβάλθη (ενν. η βασίλισσα) να γελάσει τοιουτοτρόπως οπού έκανε χρεία να ξεσκισθεί και από τα δύο μέρη (Μπερτολδίνος 134).
2) (Συνεκδ.) ταλαιπωρούμαι (πβ. ξέσκισμα 1):
εδώ κι εκεί ξεσκίζεσαι με τις συντρόφισσές σου και σκιας λαγό δεν ήφερες στο σπίτι μας (Πανώρ. Β́ 111).
3) Ρίχνομαι, χτυπιέμαι κάτω (προκ. για δαιμονισμένο):
τον κάμει (ενν. το πνεύμα) και ξεσχίζεται και αφρίζει (Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ. Μάρκ. θ́ 18).
Η μτχ. παρκ. ως επίθ. =
1) Σχισμένος, κουρελιασμένος:
ξεσκισμένον φόρεμα (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 425
(σε θέση ουσ.):
Επεριπάτει με παλαιά και ξεσχισμένα ζητών ελεημοσύνην (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 296).
2) (Σε σχ. υπαλλαγής) που φορά σχισμένα ρούχα, κουρελής:
πάντα κακορίζικος είσαι και ξεσκισμένος (Στάθ. Ά 183
εγδυμνός και ξεσκισμένος (Φαλλίδ. 104).
[<επιτ. ξε‑ + σχίζω. Πβ. όμως και αρχ. εκσχίζω. Ο τ. ξερκ‑ στο Du Cange (λ. ξερκείν) και σήμ. ιδιωμ. Για τον τ. της μτχ. παρκ. ξεκ‑ πβ. ιδιωμ. ξεκώ, κ.ά. (Pern., Ét. divnguist. I 430, 473). Ο τ. ξεσκ‑ (Βλάχ.) και η λ. (Du Cange) και σήμ.]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback