μπετόν französisch béton lateinisch bitumen (άσφαλτος)
Griechisch | Deutsch |
---|---|
«Συσκευασμένα απόβλητα» είναι πυρηνικά υλικά που περιλαμβάνονται σε απόβλητα τα οποία έχουν καταμετρηθεί ή εκτιμηθεί βάσει μετρήσεων και έχουν συσκευαστεί κατά τρόπο (για παράδειγμα σε γυαλί, τσιμέντο, μπετόν ή πίσσα) που έχουν καταστεί ακατάλληλα για περαιτέρω πυρηνική χρήση. | „Konditionierter Abfall“ ist in Abfall enthaltenes gemessenes oder aufgrund von Messungen geschätztes Kernmaterial, das so konditioniert worden ist (z. B. in Glas, Zement, Beton oder Bitumen), dass es zur weiteren nuklearen Verwendung nicht geeignet ist. Übersetzung bestätigt |
Πυρηνικά υλικά, που περιέχονται σε απόβλητα τα οποία έχουν καταμετρηθεί ή υπολογιστεί βάσει μετρήσεων, και έχουν συσκευαστεί με τέτοιο τρόπο (π.χ. σε ύαλο, τσιμέντο, μπετόν ή πίσσα) που δεν είναι κατάλληλα για περαιτέρω πυρηνική χρήση. | In Abfall enthaltene gemessene oder aufgrund von Messungen geschätzte Kernmaterialmenge, die so konditioniert worden ist (z. B. in Glas, Zement, Beton oder Bitumen), dass sie zur weiteren nuklearen Verwendung nicht geeignet ist. Übersetzung bestätigt |
ως «συσκευασμένα απόβλητα» νοούνται τα απόβλητα που έχουν καταμετρηθεί ή εκτιμηθεί βάσει μετρήσεων και έχουν συσκευαστεί κατά τέτοιο τρόπο (για παράδειγμα σε γυαλί, τσιμέντο, μπετόν ή πίσσα) που έχουν καταστεί ακατάλληλα για περαιτέρω πυρηνική χρήση· | „konditionierter Abfall“ gemessenen oder aufgrund von Messungen geschätzten Abfall, der so konditioniert worden ist (z. B. in Glas, Zement, Beton oder Bitumen), dass er für eine weitere nukleare Verwendung nicht geeignet ist; Übersetzung bestätigt |
Kατασκευή υλικών ανοικοδομήσεως από μπετόν, τσιμέντο και γύψο | Herstellung von Baustoffen aus Beton und Gips sowie von Asbestzementwaren Übersetzung bestätigt |
Κατασκευή υλικών ανοικοδομήσεως από μπετόν, τσιμέντο και γύψο | Herstellung von Baustoffen aus Beton und Gips sowie von Asbestzementwaren Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
σκυρόδεμα |
Ähnliche Wörter |
---|
μπετονιέρα |
Deutsche Synonyme |
---|
Noch keine deutschen Synonyme |
μπετόν το [betón] Ο (άκλ.) & (προφ.) μπετό το [betó] : μείγμα από τσιμέντο, άμμο, χαλίκια και νερό, που χρησιμοποιείται ως οικοδομικό υλικό· σκυρόδεμα: Δάπεδο από μπετόν. || μπετόν αρμέ: Tοίχος / δοκάρι / κολόνα / ταράτσα από μπετόν. Θεόρατα κτίρια από μπετόν και γυαλί. || (προφ., πληθ.) κατασκευές από μπετόν: Δουλεύει στα μπετά. Tο κτίριο βρίσκεται στα μπετά, έχει κατασκευαστεί μόνο ο σκελετός του από μπετόν.
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.