μηχανικός (ουσιαστικό) μηχανή
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Οι έμμεσες δαπάνες καταλογίζονται στο σχέδιο κατ’ αναλογία προς τον αριθμό ατόμων * ώρα σε συνάρτηση με ωριαίο συντελεστή που υπολογίζεται σύμφωνα με την κατηγορία του υπό εξέταση προσωπικού (μηχανικός, τεχνικοί κ.λπ.). | Indirekte Projektkosten werden dem Projekt mit einem festen Stundensatz je nach Art des eingesetzten Personals (Ingenieur, Techniker usw.) anteilmäßig nach Anzahl der Personen/geleisteten Stunden zugerechnet. Übersetzung bestätigt |
Διπλώματα χορηγούμενα από διαπιστευμένα ιδρύματα ανώτατης εκπαίδευσης με τίτλο “архитект” (αρχιτέκτονας), “cтроителен инженер” (πολιτικός μηχανικός) ή “инженер” (μηχανικός) ως εξής: | die von folgenden Hochschuleinrichtungen ausgestellten Diplome, die die Qualifikation ‚архитект‘ (Archtitekt), ‚cтроителен инженер‘ (Bauingenieur) oder ‚инженер‘ (Ingenieur) bescheinigen: Übersetzung bestätigt |
Κόστος προσωπικού επικεφαλής σχεδίου(μηχανικός 2004/2005 | Personalkosten Projektleiter/Ingenieur 2004/2005 Übersetzung bestätigt |
Ο Mohammad Safwan Katan είναι μηχανικός του Συριακού Κέντρου Επιστημονικών Μελετών και Ερευνών (Syrian Scientific Studies and Research Centre), οντότητα που είναι ήδη καταχωρισμένη. | Mohammad Safwan Katan ist Ingenieur beim syrischen Scientific Studies and Research Centre, einer in der Liste aufgeführten Organisation. Übersetzung bestätigt |
Ο Mohammad Ziad Ghritawi είναι μηχανικός του Συριακού Κέντρου Επιστημονικών Μελετών και Ερευνών (Syrian Scientific Studies and Research Centre). | Mohammad Ziad Ghritawi ist Ingenieur beim syrischen Scientific Studies and Research Centre. Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
μηχανικός -ή -ό |
μηχανικός αυτοκινήτων |
Noch keine Grammatik zu μηχανικός.
Singular | Plural | |
---|---|---|
Nominativ | der Ingenieur | die Ingenieure |
Genitiv | des Ingenieurs | der Ingenieure |
Dativ | dem Ingenieur | den Ingenieuren |
Akkusativ | den Ingenieur | die Ingenieure |
Singular | Plural | |
---|---|---|
Nominativ | der Mechaniker | die Mechaniker |
Genitiv | des Mechanikers | der Mechaniker |
Dativ | dem Mechaniker | den Mechanikern |
Akkusativ | den Mechaniker | die Mechaniker |
Singular | Plural | |
---|---|---|
Nominativ | der Bauingenieur | die Bauingenieure |
Genitiv | des Bauingenieurs | der Bauingenieure |
Dativ | dem Bauingenieur | den Bauingenieuren |
Akkusativ | den Bauingenieur | die Bauingenieure |
Singular | Plural | |
---|---|---|
Nominativ | der Maschinist | die Maschinisten |
Genitiv | des Maschinisten | der Maschinisten |
Dativ | dem Maschinisten | den Maschinisten |
Akkusativ | den Maschinisten | die Maschinisten |
μηχανικός ο [mixanikós] : 1. αυτός που διαθέτει τις σχετικές γνώσεις, ώστε να μπορεί να κάνει τη μελέτη, τη σχεδίαση και την επίβλεψη εργασιών που αφορούν μηχανήματα, δομικά έργα κτλ.: Διπλωματούχος μηχανικός. ANT πρακτικός μηχανικός. Σπουδάζει μηχανικός. Ένας μηχανικός με δίπλωμα ανώτατης / ανώτερης / μέσης σχολής. Πολιτικός μηχανικός, που ασχολείται με τη μελέτη και την επίβλεψη της κατασκευής κτιρίων, γεφυρών, δρόμων κτλ. Xημικός μηχανικός, που ασχολείται με τις βιομηχανικές εφαρμογές της χημείας. Aρχιτέκτονας / μηχανολόγος / ηλεκτρολόγος / τοπογράφος μηχανικός. Πρώτος / δεύτερος / τρίτος μηχανικός πλοίου. μηχανικός αυτοκινήτων / αεροπλάνων. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.