Griechische Definition zu μη
μη· μην. — Βλ. και .
1) Απαγόρευση, αποτροπή, παραίνεση
: Αφήτε τσι τες διαφορές και παραμπρός μην πάσι (Ερωτόκρ. Β́ 937)·
(με προηγ. το
ου για έμφαση)
: ου μη μας κόπτει ο πόνος (Διγ. Esc. 1356)·
(με προηγ. το
ουδέ)
: ουδέ για λόγου μου κιανείς μαντάτο μη σου φέρει (Ερωτόκρ. Γ́ 838)·
(με προηγ. το
να)
: αν εκκλητεύσουν, να μην τους ακώσου (Ασσίζ. 2505)·
(με επόμ. το
να)
: Μη εδά να είναι δικάσιμο ανάμεσά μου και ανάμεσά σου (Πεντ. Γέν. XIII 8)·
(με το ρ. να παραλ.)
: Μην και πονώ, άσι μ’ εδά …! (Φαλιέρ., Ιστ. 685)·
έκφρ. μη κακό(ν) (μου), βλ. κακόν Εκφρ. 3.
2) α) Απευχή
: μη ιδώ τον θάνατον ποτέ του ποθητού μου (Διγ. Esc. 1825)·
(σε επιφ. φρ.)
: ανέν και τούτο γροικηθεί, που η Τύχη μην τ’ ορίσει (Ερωτόκρ. Ά 241)·
(με προηγ. το
να):
στα μέρη ετούτα η βροχή με χιόνι να μην πέφτει (Πανώρ. Έ 394 κριτ. υπ.)·
β) (με οριστ. ιστ. χρόνου για δήλ. επιθυμίας ανεκπλήρωτης)
: τα πράγματα οπού 'δαμεν μην είχαμεν τα δούμεν (Διήγ. ωραιότ. 395)·
(με προηγ. το
ου)
: τα ζώδια τα λαξευτά ου μη 'χα τα εσκόπουν! (Βέλθ. 434)·
(με προηγ. το
να)
: Να μη είχα εγεννήθην! (Βέλθ. 427).
3) Αποφατικό (με μτχ.)
: θέλοντας μη θέλοντας στανιό μετανοούμεν (Διήγ. ωραιότ. 691).
4) Σκοπός (= για να μη)
: νερόν επίομεν μη διψούμεν (Λίβ. Sc. 1534)·
(με προηγ. το
να)
: η Αθούσα … πιάνει τονε να μη σφαγεί (Πανώρ. Β́ μετά στ. 537).
5) Ενδοιασμός (= μήπως)
: εδείμαινον μη νοηθούν (Βέλθ. 1080)·
(με προηγ. το
να)
: τρομάσσω να μην αλλάξει η τύχη μου (Ερωφ. Β́ 332).
6) Βουλητικό (σε πλάγιο λόγο)
: τον έλεγα: ας σηκωθεί, μη κείται (Διγ. Esc. 1278).
7) Άρν. σε εξαρτημένη πρόταση
: ο λογισμός ήλπιζα να μη σφάλει (Ερωτόκρ. Ά 326).
8) Άρν. σε ευθεία ερώτηση
: πώς, Κωνσταντινούπολη, … να μη θυμούμαι που χάσαμεν τα κάλλη μας (Θρ. πατρ. O 79)·
(με προηγ. το
ου και επόμ. το
να)
: διατί να υπάμε εις την Συρίαν κι ου μη να στραφούμε οπίσω; (Χρον. Μορ. Η 817).
9) Ευθεία ερώτηση
: (Διγ. Z 924)·
μην εκ τον πόλεμ' έρχεσαι; (Σταυριν. 671).
10) Πλάγια ερώτηση
: πρόσεξε να μάθεις … μη δέρνεται πάλιν την νύκταν όλην (Καλλίμ. 2187).
11) Σε είδος πλάγιας ερωτ. πρότασης ύστερα από ρ. που δείχνει ενέργεια και συν. με επόμ. το
και για δήλ. επιθυμητού ή επιδιωκομένου (= μήπως και)
: (Μαχ. 46813)·
εξορίσματα … να μη και παύσ' η λοιμική (Γεωργηλ., Θαν. 327).
[αρχ. μόρ. μη. Ο τ. αναλογ. με το δέν. Η λ. και ο τ. και σήμ.]
[...]
http://www.greek-language.gr