Griechisch | Deutsch |
---|---|
Πλατύς πεδινός μεικτός | groß, Tiefland, gemischt Übersetzung bestätigt |
Τα κράτη μέλη μπορούν αυτή τη στιγμή να διαμορφώνουν ελεύθερα τη δομή των ειδικών φόρων κατανάλωσης του λεπτοκομμένου καπνού που προορίζεται για το στρίψιμο τσιγάρων (πάγιος ή κατ’ αξία ή μεικτός φόρος). | Derzeit steht es den Mitgliedstaaten frei, die Struktur der Verbrauchsteuer auf Feinschnitttabak für selbstgedrehte Zigaretten festzulegen (spezifisch, ad valorem oder gemischt). Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Deutsche Synonyme |
---|
vermischt |
synkretisch |
zusammengesetzt |
gemischt |
μεικτός -ή -ό [miktós] : που αποτελείται από δύο ή περισσότερα διαφορετικά στοιχεία: Mεικτή γλώσσα, με στοιχεία δημοτικής και καθαρεύουσας. μεικτός -ή -ό αριθμός, που αποτελείται από ακέραιο και κλάσμα. || ANT καθαρός: Mεικτό βάρος, που περιλαμβάνει και το απόβαρο. Mεικτές αποδοχές, που περιλαμβάνουν και τις κρατήσεις. || (για διαφορετικά πρόσωπα): Mεικτό σχολείο, για μαθητές και μαθήτριες μαζί. μεικτός -ή -ό γάμος, μεταξύ ατόμων διαφορετικής θρησκείας, φυλής ή εθνικότητας. Mεικτό δικαστήριο, στο οποίο συμμετέχουν τακτικοί δικαστές και λαϊκοί ένορκοι. Mεικτά λουτρά / εκλογικά τμήματα, για άντρες και γυναίκες μαζί.
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.