μεθώ Verb  [metho, methw]

(0)
  Verb
(0)
(0)

Etymologie zu μεθώ

μεθώ mittelgriechisch μεθώ altgriechisch μεθύω μέθυ indoeuropäisch (Wurzel) *médʰu (μέλι)


GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.

Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu μεθώ

Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
μεθάω, μεθώμεθάμε, μεθούμε
μεθάςμεθάτε
μεθάει, μεθάμεθάν(ε), μεθούν(ε)
Imper
fekt
μεθούσα, μέθαγαμεθούσαμε, μεθάγαμε
μεθούσες, μέθαγεςμεθούσατε, μεθάγατε
μεθούσε, μέθαγεμεθούσαν(ε), μέθαγαν, μεθάγανε
Aoristμέθυσαμεθύσαμε
μέθυσεςμεθύσατε
μέθυσεμέθυσαν, μεθύσαν(ε)
Perf
ekt
έχω μεθύσει
είμαι μεθυσμένος, -η
έχουμε μεθύσει
είμαστε μεθυσμένοι, -ες
έχεις μεθύσει
είσαι μεθυσμένος, -η
έχετε μεθύσει
είστε μεθυσμένοι, -ες
έχει μεθύσει
είναι μεθυσμένος, -η, -ο
έχουν μεθύσει
είναι μεθυσμένοι, -ες, -α
Plu
perf
ekt
είχα μεθύσει
ήμουν μεθυσμένος, -η
είχαμε μεθύσει
ήμαστε μεθυσμένοι, -ες
είχες μεθύσει
ήσουν μεθυσμένος, -η
είχατε μεθύσει
ήσαστε μεθυσμένοι, -ες
είχε μεθύσει
ήταν μεθυσμένος, -η, -ο
είχαν μεθύσει
ήταν μεθυσμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα μεθάω, θα μεθώθα μεθάμε, θα μεθούμε
θα μεθάςθα μεθάτε
θα μεθάει, θα μεθάθα μεθάν(ε), θα μεθούν(ε)
Fut
ur
θα μεθύσωθα μεθύσουμε, θα μεθύσομε
θα μεθύσειςθα μεθύσετε
θα μεθύσειθα μεθύσουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω μεθύσει
θα είμαι μεθυσμένος, -η
θα έχουμε μεθύσει
θα είμαστε μεθυσμένοι, -ες
θα έχεις μεθύσει
θα είσαι μεθυσμένος, -η
θα έχετε μεθύσει
θα είστε μεθυσμένοι, -ες
θα έχει μεθύσει
θα είναι μεθυσμένος, -η, -ο
θα έχουν μεθύσει
θα είναι μεθυσμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να μεθάω, να μεθώνα μεθάμε, να μεθούμε
να μεθάςνα μεθάτε
να μεθάει, να μεθάνα μεθάν(ε), να μεθούν(ε)
Aoristνα μεθύσωνα μεθύσουμε, να μεθύσομε
να μεθύσειςνα μεθύσετε
να μεθύσεινα μεθύσουν(ε)
Perfνα έχω μεθύσει
να είμαι μεθυσμένος, -η
να έχουμε μεθύσει
να είμαστε μεθυσμένοι, -ες
να έχεις μεθύσει
να είσαι μεθυσμένος, -η
να έχετε μεθύσει
να είστε μεθυσμένοι, -η
να έχει μεθύσει
να είναι μεθυσμένος, -η, -ο
να έχουν μεθύσει
να είναι μεθυσμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presμέθα, μέθαγεμεθάτε
Aoristμέθυσε, μέθαμεθύστε
Part
izip
Presμεθώντας
Perfέχοντας μεθύσει
InfinAoristμεθύσει





Griechische Definition zu μεθώ

μεθώ [meθó] & -άω .1α αόρ. μέθυσα, απαρέμφ. μεθύσει, μππ. μεθυσμέ νος* : 1α. κάνω κπ. να περιέλθει σε κατάσταση μέθης δίνοντάς του να πιει οινοπνευματώδη ποτά: Δραπέτευσε, αφού πρώτα μέθυσε το φρουρό. Tον μέθυσε το δυνατό κρασί. β. βρίσκομαι σε κατάσταση μέθης επειδή έχω καταναλώσει οινοπνευματώδη ποτά: Ήπιε πολύ κρασί / ούζο και μέθυσε. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback