μαυρίζω Verb  [mavrizo, mayrizw]

schwärzen (ugs.)
  Verb
(0)

Etymologie zu μαυρίζω

μαυρίζω


GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.

Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu μαυρίζω

Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
μαυρίζωμαυρίζουμε, μαυρίζομε
μαυρίζειςμαυρίζετε
μαυρίζειμαυρίζουν(ε)
Imper
fekt
μαύριζαμαυρίζαμε
μαύριζεςμαυρίζατε
μαύριζεμαύριζαν, μαυρίζαν(ε)
Aoristμαύρισαμαυρίσαμε
μαύρισεςμαυρίσατε
μαύρισεμαύρισαν, μαυρίσαν(ε)
Per
fekt
έχω μαυρίσειέχουμε μαυρίσει
έχεις μαυρίσειέχετε μαυρίσει
έχει μαυρίσειέχουν μαυρίσει
Plu
per
fekt
είχα μαυρίσειείχαμε μαυρίσει
είχες μαυρίσειείχατε μαυρίσει
είχε μαυρίσειείχαν μαυρίσει
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα μαυρίζωθα μαυρίζουμε, θα μαυρίζομε
θα μαυρίζειςθα μαυρίζετε
θα μαυρίζειθα μαυρίζουν(ε)
Fut
ur
θα μαυρίσωθα μαυρίσουμε, θα μαυρίζομε
θα μαυρίσειςθα μαυρίσετε
θα μαυρίσειθα μαυρίσουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω μαυρίσειθα έχουμε μαυρίσει
θα έχεις μαυρίσειθα έχετε μαυρίσει
θα έχει μαυρίσειθα έχουν μαυρίσει
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να μαυρίζωνα μαυρίζουμε, να μαυρίζομε
να μαυρίζειςνα μαυρίζετε
να μαυρίζεινα μαυρίζουν(ε)
Aoristνα μαυρίσωνα μαυρίσουμε, να μαυρίσομε
να μαυρίσειςνα μαυρίσετε
να μαυρίσεινα μαυρίσουν(ε)
Perfνα έχω μαυρίσεινα έχουμε μαυρίσει
να έχεις μαυρίσεινα έχετε μαυρίσει
να έχει μαυρίσεινα έχουν μαυρίσει
Imper
ativ
Presμαύριζεμαυρίζετε
Aoristμαύρισεμαυρίστε
Part
izip
Presμαυρίζοντας
Perfέχοντας μαυρίσει
InfinAoristμαυρίσει





Griechische Definition zu μαυρίζω

μαυρίζω [mavrízo] -ομαι : 1. γίνομαι μαύρος και ιδίως πιο σκούρος από ό,τι ήμουν πριν. ANT ασπρίζω: Mαυρίζουν τα δαμάσκηνα καθώς ωριμάζουν. Δέρμα που το χειμώνα είναι άσπρο ενώ την άνοιξη αρχίζει να μαυρίζει, γίνεται πιο σκούρα η επιδερμίδα από τον ήλιο. Kάθεται με τις ώρες στην αμμουδιά για να μαυρίσει. Mαύρισε το πρόσωπό του από θυμό. ΦΡ μαυρίζει το μάτι* μου για κτ. μαυρίζω κπ. στο ξύλο, τον δέρνω πολύ. μαυρίζει η ψυχή / η καρδιά κάποιου, για μεγάλη στενοχώρια. μου μαύρισε την καρδιά*. μαύρισε η καρδιά* μου. || κάνω κτ. ή κπ. μαύρο ή πιο σκούρο: Tον μαύρισε ο ήλιος. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback