{το}  λεξικό Subst.  [leksiko]

{das}    Subst.
(365)
{das}    Subst.
(67)

Etymologie zu λεξικό

λεξικό Koine-Griechisch λεξικόν (εννοείται βιβλίον), substantiviertes Neutrum des Adjektivs: λεξικός altgriechisch λέξις λέγω (Lehnbedeutung) französisch dictionnaire[1]


GriechischDeutsch
Έντυπα λεξικά και εγκυκλοπαίδειεςWörterbücher und Enzyklopädien

Übersetzung bestätigt

Αν η ανατύπωση του κοινοτικού σήματος σε λεξικό, εγκυκλοπαίδεια ή παρόμοιο έργο αναφοράς δημιουργεί την εντύπωση ότι αποτελεί την κοινή ονομασία των προϊόντων ή των υπηρεσιών για τις οποίες έχει καταχωρισθεί το σήμα, ο εκδότης, μετά από αίτηση του δικαιούχου του κοινοτικού σήματος, μεριμνά ώστε, κατά την επόμενη έκδοση του έργου το αργότερο, η ανατύπωση του σήματος να συνοδεύεται από ένδειξη ότι πρόκειται για καταχωρισμένο σήμα.Erweckt die Wiedergabe einer Gemeinschaftsmarke in einem Wörterbuch, Lexikon oder ähnlichen Nachschlagewerk den Eindruck, als sei sie eine Gattungsbezeichnung der Waren oder Dienstleistungen, für die sie eingetragen ist, so stellt der Verleger des Werkes auf Antrag des Inhabers der Gemeinschaftsmarke sicher, dass der Wiedergabe der Marke spätestens bei einer Neuauflage des Werkes der Hinweis beigefügt wird, dass es sich um eine eingetragene Marke handelt.

Übersetzung bestätigt

Στις άλλες περιπτώσεις, οι λέξεις και οι όροι έχουν την κοινώς αποδεκτή (και καταγεγραμμένη στα λεξικά) σημασία τους.In anderen Fällen haben Ausdrücke und Begriffe die gemeinhin akzeptierte (Wörterbuch-)Bedeutung.

Übersetzung bestätigt

Ακόμη και τα λεξικά της ιταλικής γλώσσας και η εγκυκλοπαίδεια Treccani αναφέρουν συγκεκριμένα την «Pizza Napoletana».Selbst die Wörterbücher der italienischen Sprache und die Enzyklopädie Treccani sprechen ausdrücklich von der „Pizza Napoletana“.

Übersetzung bestätigt

Έντυπα λεξικά και εγκυκλοπαίδειες, καθώς και τεύχη τουςWörterbücher und Enzyklopädien, auch in Form von Teilheften, festgebunden oder broschiert

Übersetzung bestätigt





Griechische Definition zu λεξικό

λεξικό το [leksikó] : βιβλίο με συγκεντρωμένες και ταξινομημένες σε αλφαβητική ή άλλη σειρά: α. λέξεις: Ορθογραφικό / ερμηνευτικό / ετυμολογικό λεξικό. Mονόγλωσσο / δίγλωσσο λεξικό. Επίτομο / πολύτομο λεξικό. Ελληνοαγγλικό / αγγλοελληνικό λεξικό. λεξικό της αρχαίας / της μεσαιωνικής / της νέας / της δημοτικής γλώσσας. λεξικό συνωνύμων / αντιθέτων. Aναλογικό / αντίστροφο λεξικό. Εύχρηστο / δύσχρηστο λεξικό. β. γνώσεις που αφορούν την επιστήμη, την τεχνική, την τέχνη: Εγκυκλοπαιδικό / γεωγραφικό / ιστορικό / φιλοσοφικό λεξικό. λεξικό θεατρικών / ιατρικών / τεχνικών / νομικών όρων. λεξικό των ψαριών / των φυτών / των ζώων της Ελλάδας.

[λόγ. < ελνστ. ουσιαστικοπ. ουδ. επιθ. λεξικόν (ενν. βιβλίον) `γλωσσάριο σπάνιων λέξεων΄ & γαλλ. lexique (σε νέες σημ.) < ελνστ. λεξικόν & σημδ. γαλλ. dictionnaire]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback