λίγο Adv.  [ligo, liro]

  Adj.
(7271)
(6488)
ein wenig (geh.)
(5829)
  Adj.
(375)

Etymologie zu λίγο

λίγο λίγος


GriechischDeutsch
Μηρός μέτρια μέχρι λίγο ανεπτυγμένοςKeule mittelmäßig bis zu wenig entwickelt

Übersetzung bestätigt

Ράχη μέτρια μέχρι λίγο χονδρήRücken mittelmäßig bis zu wenig entwickelt

Übersetzung bestätigt

Για τις ουσίες που αποικοδομούνται λίγο ή καθόλου τις πρώτες έξι εβδομάδες, ως περίοδος αξιολόγησης λαμβάνονται οι επόμενες τρεις εβδομάδες.Für Substanzen, die in den ersten sechs Wochen wenig oder gar nicht abgebaut werden, werden die darauf folgenden drei Wochen als Auswertungsphase gewählt.

Übersetzung bestätigt

Σε γυάλινη αντικειμενοφόρο πλάκα, τοποθετείται λίγο κονιοποιημένο δείγμα σε υδατικό διάλυμα που περιέχει 0,5 % ιωδίου και 1 % ιωδιούχου καλίου και εξετάζεται στο μικροσκόπιο.Eine wenig gemahlene Probe in wässriger Lösung mit 0,5 % Iod und 1 % Kaliumiodid auf einen Glasträger geben und unter dem Mikroskop untersuchen.

Übersetzung bestätigt

Ωστόσο, κατά τις δοκιμές σε χοίρους που ήρθαν σε επαφή με ιούς της ΓΠ, ο ενοφθαλμισμός μέσω του αλλαντοειδούς θύλακα είναι πιθανώς επαρκής, όταν ο ιός είχε λίγο χρόνο για να προσαρμοστεί.Bei Tests an Schweinen, die mit AI-Viren in Kontakt gekommen sind, ist jedoch zu beachten, dass in Fällen, in denen das Virus wenig Anpassungschancen hatte, eine Beimpfung der Allantoishöhlen wahrscheinlich ausreichen wird.

Übersetzung bestätigt



Grammatik

Noch keine Grammatik zu λίγο.



Griechische Definition zu λίγο

λίγο [líγo] επίρρ. : σε μικρό, σε περιορισμένο αριθμό, ποσότητα, χρόνο, ένταση κ.ά. ANT πολύ: Aν είχα λίγο καλύτερο μισθό, θα ΄μουν ευχαριστημένος. Mε λίγο μεγαλύτερη προσπάθεια θα τα καταφέρεις. Έλα λίγο πιο εδώ, για να σε βλέπω. Θα ξαναπεράσω λίγο αργότερα. Πόσο λίγο με ξέρεις! λίγο μ΄ ενδιαφέρει αν θιχτείς. Σε λίγο αρχίζει το έργο. Πριν από λίγο έφυγε. Ειδωθήκαμε για λίγο. ΦΡ και εκφράσεις κάθε λίγο (και λιγάκι) / κάθε τρεις και λίγο, πολύ συχνά, επανειλημμένα: Kάθε λίγο και λιγάκι δημιουργεί επεισόδια. παρά λίγο / λίγο ακόμη και… / ακόμα λίγο και… / λίγο έλειψε να… / λίγο θέλει / ήθελε να…, σχεδόν, παραλίγο: Παρά λίγο να χτυπήσω / να μην τον καταλάβω. Aκόμα λίγο και θα χτυπούσα / δε θα τον καταλάβαινα. λίγο λίγο, σε μικρές ποσότητες ή σε μικρά χρονικά διαστήματα, σιγά σιγά. λίγο πολύ, σε κάποιο βαθμό, μέτρο. ποιος λίγο, ποιος πολύ, σχεδόν όλοι. ούτε* λίγο ούτε πολύ. κάτι* λίγο. || για μετριασμό κοντά σε προστακτικές: Δώσε μου λίγο το βιβλίο σου. Έλα εδώ λίγο. Άκου λίγο να σου πω. λιγάκι YΠΟKΟΡ. (έκφρ.) κάθε λίγο* και λίγο. λιγουλάκι YΠΟKΟΡ. λιγούτσικο YΠΟKΟΡ.

[μσν. λίγο < αρχ. επίρρ. ὀλίγον (ουσ. του επιθ. ὀλίγος) με αποβ. του αρχικού άτ. φων. κατά την εξέλ. ὀλίγος > λίγος· λίγ(ο) -ουλάκι, -ούτσικο]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback