κύμα altgriechisch κῦμα proto-griechisch *kūmə proto-indogermanisch *ḱewh₁- (φουσκώνω)
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Παλίρροιες, κύματα, ωκεανοί | Gezeiten, Wellen, sonstige Meeresenergie Übersetzung bestätigt |
Το σημείο 9Β106.α.2. περιγράφει συστήματα ικανά να παράγουν περιβάλλον κραδασμών απλού κύματος (π.χ. ημιτονοειδές κύμα) και συστήματα ικανά να παράγουν τυχαίους κραδασμούς ευρέως φάσματος (δηλ. φάσματος ισχύος). | Unternummer 9B106a2 beschreibt Systeme, geeignet zur Erzeugung einer Vibrationsumgebung mit einer Einzelwelle (z.B. eine Sinus-Welle), und Systeme, geeignet zur Erzeugung einer zufallsverteilten Breitband-Schwingung (z.B. Leistungsspektrum). Übersetzung bestätigt |
Οι αύξοντες αριθμοί διατίθενται από τις εθνικές στατιστικές υπηρεσίες και παραμένουν οι ίδιοι για όλα τα κύματα | Die laufenden Nummern der Haushalte werden von den nationalen statistischen Ämtern zugeteilt und bleiben für alle Wellen unverändert Übersetzung bestätigt |
Όσον αφορά τις χώρες που χρησιμοποιούν υπο-δείγμα για τη συλλογή στοιχείων σχετικά με τις διαρθρωτικές μεταβλητές, εάν χρησιμοποιείται πάνω από ένα κύμα, το συνολικό χρησιμοποιούμενο υπο-δείγμα πρέπει να αποτελείται από ανεξάρτητες παρατηρήσεις. | Bei Ländern, die eine Teilstichprobe für die Datenerhebung zu Strukturvariablen verwenden, muss die gesamte Teilstichprobe aus unabhängigen Beobachtungen bestehen, sofern Daten in mehr als einer Welle erhoben werden. Übersetzung bestätigt |
Το σημείο 9Β106.α. περιγράφει συστήματα ικανά να παράγουν περιβάλλον κραδασμών απλού κύματος (π.χ. ημιτονοειδές κύμα) και συστήματα ικανά να παράγουν τυχαίους κραδασμούς ευρέως φάσματος (δηλ. φάσματος ισχύος). | Unternummer 9B106a beschreibt Systeme, geeignet zur Erzeugung einer Vibrationsumgebung mit einer Einzelwelle (z. B. eine Sinus-Welle), und Systeme, geeignet zur Erzeugung einer zufallsverteilten Breitband-Schwingung (z. B. Leistungsspektrum). Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Deutsche Synonyme |
---|
Drehstange |
Welle |
Achse |
Woge |
Grundsee |
κύμα το [kíma] : I1. όγκος νερού ο οποίος ανυψώνεται και πέφτει σε συνεχείς σχηματισμούς στην επιφάνεια θάλασσας, λίμνης κτλ., όταν αυτή αναταράζεται, συνήθ. από δυνατό άνεμο: Mεγάλα / πελώρια / θεόρατα κύματα. Mανιασμένα κύματα. Kύματα σαν βουνά. Άγρια κύματα σάρωναν το κατάστρωμα του πλοίου. H βουή των κυμάτων. Ο φλοίσβος / ο αφρός των κυμάτων. Tο καράβι ήταν έρμαιο των κυμάτων. Tο πτώμα εκβράστηκε από τα κύματα. Tο κύμα σκάει στην αμμουδιά. Παλλιροϊκό κύμα. Xειμέριο* κύμα. ΦΡ περνώ από σαράντα κύματα, για πολυτάραχο βίο ή για χρονοβόρα και κουραστική διαδικασία. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.