κυβερνώ altgriechisch κυβερνάω / κυβερνῶ proto-indogermanisch *kʷerb- (στρέφω) ή vorhellenistisch ((Lehnbedeutung) französisch gouverner λατινικά guberno altgriechisch κυβερνῶ)
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Τα κάνω όλα εκτός από το να κυβερνώ. | Mir geht's auch nicht schlecht. Wie gehabt, nur nicht regieren. Übersetzung nicht bestätigt |
Πικάρντ, γεννήθηκα για να κυβερνώ την αποικία αυτή, όχι να την διαλύσω. | Ich wurde geboren, um diese Kolonie zu regieren, nicht zu vernichten. Übersetzung nicht bestätigt |
Είμαι λευκός δήμαρχος σε μια πόλη με πλειοψηφία μαύρων και αν είναι να κάνω κάτι και έχω σοβαρή πρόθεση να αλλάξω την πόλη θα κυβερνώ με ομοφωνία. | Ich werde ein weißer Bürgermeister in einer überwiegend schwarzen Stadt sein,... und wenn ich irgendwas erreichen will,... und ich will diese Stadt so unbedingt auf Vordermann bringen,... werde ich durch Konsens regieren müssen. Übersetzung nicht bestätigt |
Αν δώσω σε όλους αυτό που αξίζει, δεν θα έχω κανέναν να κυβερνώ. | Wenn ich allen geben würde, was sie verdienen, wäre niemand mehr übrig, den man regieren könnte. Übersetzung nicht bestätigt |
Για να απαντήσω, όμως, στην πρώτη σου ερώτησή σκέφτηκα την προσφορά σου και ναι, θα συνεχίσω να κυβερνώ την Ανατολική Αγγλία όπως πρότεινες. | Aber um die erste Frage zu beantworten, ich habe mir Euer Angebot überlegt und ja, ich werde fortfahren, Ostanglien wie vorgeschlagen zu regieren. Übersetzung nicht bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | κυβερνάω, κυβερνώ | κυβερνάμε, κυβερνούμε | κυβερνιέμαι | κυβερνιόμαστε |
κυβερνάς | κυβερνάτε | κυβερνιέσαι | κυβερνιέστε, κυβερνιόσαστε | ||
κυβερνάει, κυβερνά | κυβερνάν(ε), κυβερνούν(ε) | κυβερνιέται | κυβερνιούνται, κυβερνιόνται | ||
Imper fekt | κυβερνούσα, κυβέρναγα | κυβερνούσαμε, κυβερνάγαμε | κυβερνιόμουν(α) | κυβερνιόμαστε, κυβερνιόμασταν | |
κυβερνούσες, κυβέρναγες | κυβερνούσατε, κυβερνάγατε | κυβερνιόσουν(α) | κυβερνιόσαστε, κυβερνιόσασταν | ||
κυβερνούσε, κυβέρναγε | κυβερνούσαν(ε), κυβέρναγαν, κυβερνάγανε | κυβερνιόταν(ε) | κυβερνιόνταν(ε), κυβερνιούνταν, κυβερνιόντουσαν | ||
Aorist | κυβέρνησα | κυβερνήσαμε | κυβερνήθηκα | κυβερνηθήκαμε | |
κυβέρνησες | κυβερνήσατε | κυβερνήθηκες | κυβερνηθήκατε | ||
κυβέρνησε | κυβέρνησαν, κυβερνήσαν(ε) | κυβερνήθηκε | κυβερνήθηκαν, κυβερνηθήκαν(ε) | ||
Perf ekt | |||||
Plu perf ekt | |||||
Fut ur Verlaufs- form | θα κυβερνάω, | θα κυβερνάμε, | |||
θα κυβερνάς | θα κυβερνάτε | θα κυβερνιέσαι | θα κυβερνιέστε, | ||
θα κυβερνάει, | θα κυβερνάν(ε), | θα κυβερνιέται | θα κυβερνιούνται, | ||
Fut ur | θα κυβερνήσω | θα κυβερνήσουμε, | θα κυβερνηθώ | θα κυβερνηθούμε | |
θα κυβερνήσεις | θα κυβερνήσετε | θα κυβερνηθείς | θα κυβερνηθείτε | ||
θα κυβερνήσει | θα κυβερνήσουν(ε) | θα κυβερνηθεί | θα κυβερνηθούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να κυβερνάω, | να κυβερνάμε, | να κυβερνιέμαι | να κυβερνιόμαστε |
να κυβερνάς | να κυβερνάτε | να κυβερνιέσαι | να κυβερνιέστε, | ||
να κυβερνάει, | να κυβερνάν(ε), | να κυβερνιέται | να κυβερνιούνται, | ||
Aorist | να κυβερνήσω | να κυβερνήσουμε, | να κυβερνηθώ | να κυβερνηθούμε | |
να κυβερνήσεις | να κυβερνήσετε | να κυβερνηθείς | να κυβερνηθείτε | ||
να κυβερνήσει | να κυβερνήσουν(ε) | να κυβερνηθεί | να κυβερνηθούν(ε) | ||
Perf | |||||
Imper ativ | Pres | κυβέρνα, κυβέρναγε | κυβερνάτε | κυβερνιέστε | |
Aorist | κυβέρνησε, κυβέρνα | κυβερνήστε | κυβερνήσου | κυβερνηθείτε | |
Part izip | Pres | κυβερνώντας | |||
Perf | έχοντας κυβερνήσει, | κυβερνημένος, -η, -ο | κυβερνημένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | κυβερνήσει | κυβερνηθεί |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | regiere | ||
du | regierst | |||
er, sie, es | regiert | |||
Präteritum | ich | regierte | ||
Konjunktiv II | ich | regierte | ||
Imperativ | Singular | regiere! regier! | ||
Plural | regiert! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
regiert | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:regieren |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | steuere steuer | ||
du | steuerst | |||
er, sie, es | steuert | |||
Präteritum | ich | steuerte | ||
Konjunktiv II | ich | steuerte | ||
Imperativ | Singular | steuere! steuer! | ||
Plural | steuert! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
gesteuert | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:steuern |
κυβερνώ [kivernó] & -άω, -ιέμαι : 1α. διοικώ το κράτος, διαχειρίζομαι την εκτελεστική εξουσία μιας χώρας ως πρωθυπουργός: Ποιος επιτέλους κυβερνά αυτή τη χώρα; Ο βασιλιάς βασιλεύει αλλά δεν κυβερνά. Kυβέρνησε δημοκρατικά. β. για πλοίο, είμαι κυβερνήτης. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.