κουλούρα mittelgriechisch κουλούρα Koine-Griechisch κολλούρα altgriechisch κολλύρα
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Εξαντλώντας την πρώτη από τις δύο εφεδρικές κουλούρες. | Hinunter, hinunter. Übersetzung nicht bestätigt |
"Αν το αγόρι ήταν εδώ, θα έβρεχε τις κουλούρες της πετονιάς, " σκέφτηκε. | "Wäre der Junge da, würde er die Leine anfeuchten. Übersetzung nicht bestätigt |
Πλεονεκτήματα • Λόγω της υψηλής ευελιξίας και της δυνατότητας μεταφοράς σε μεγάλο μήκος είτε σε κουλούρες είτε σε στροφία, οι σωλήνες είναι ιδιαιτέρως καλοί. | Vorteile Wegen ihrer hohen Flexibilität und der Liefermöglichkeit in großen Rohrlängen als Bunde oder auf Trommeln sind die Rohre besonders gut. Übersetzung nicht bestätigt |
Επειδή, μάλιστα, κάθε 80 περίπου χρόνια, οι αμπελιές (κουλούρες) της Σαντορίνης καρατομούνται στο επίπεδο του εδάφους, ώστε το «καλάθι» να ανανεωθεί χωρίς εκρίζωση των πρέμνων, η πραγματική ηλικία και το τελικό βάθος του ριζικού συστήματος του αμπελώνα της Σαντορίνης παραμένουν άγνωστα! | Da außerdem ca. alle 80 Jahre die korbförmigen Reben (Kouloura) von Santorini auf Bodenhöhe abgeschnitten werden, damit sich der „Korb“ erneuert, ohne die Reben zu entwurzeln, sind das tatsächliche Alter und die Endtiefe des Wurzelsystems des Weinbaugebiets von Santorini unbekannt! Übersetzung nicht bestätigt |
προϊόντα θερμής ελάσεως σε κουλούρες, ακανόνιστης περιέλιξης, τα οποία έχουν πλήρη εγκάρσια διατομή σε μορφή κύκλου, τμήματος κύκλου, ωοειδή, τετράγωνη, ορθογώνια, τρίγωνη ή άλλου κυρτού πολυγώνου (συμπεριλαμβανομένων των πεπλατυσμένων κύκλων και των τροποποιημένων ορθογωνίων, των οποίων οι δύο απέναντι πλευρές έχουν σχήμα κοίλων τόξων κύκλου, ενώ οι δύο άλλες είναι ευθύγραμμες, ίσες και παράλληλες). | in Ringen regellos aufgehaspelte warmgewalzte massive Erzeugnisse mit Querschnitt in Form eines Kreises, Kreisabschnitts, Ovals, Quadrats, Rechtecks, Dreiecks oder eines anderen konvexen Vielecks (einschließlich „abgeflachte Kreise“ und „modifizierte Rechtecke“, bei denen zwei gegenüberliegende Seiten die Form von konvexen Bogen aufweisen, während die beiden anderen Seiten gerade, von gleicher Länge und parallel sind). Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
κουλουράς |
κουλουράκι |
Deutsche Synonyme |
---|
Noch keine deutschen Synonyme |
κουλούρα η [kulúra] : (οικ.) γενική ονομασία για διάφορα αντικείμενα σε σχήμα μεγάλου δακτυλίου. 1α. συνήθ. για ψωμί με στρογγυλό σχήμα και άνοιγμα στη μέση: Mια κουλούρα (ψωμί). β. το σωσίβιο: Kολυμπάει με κουλούρα. γ. το στεφάνι του γάμου, κυρίως στη ΦΡ βάζω την κουλούρα, ειρωνικά, παντρεύομαι. 2. το μηδενικό, ως σχολικός βαθμός, κυρίως στη γλώσσα των παιδιών. 3. για εύκαμπτο υλικό, όταν τυλίγεται σε σχήμα κουλούρας: Mια κουλούρα σκοινί / σύρμα.
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.