κουκούλα mittelgriechisch κουκούλα/ κουκούλλα spätlateinisch cuculla lateinisch cucullus proto-indogermanisch *kuH-l- *(s)kewH- (καλύπτω)
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Σκουφάκια κολύμβησης, κουκούλες και άλλα καλύμματα κεφαλής, έστω και στολισμένα, από καουτσούκ ή πλαστική ύλη (εκτός από καλύμματα κεφαλής ασφαλείας, καθώς καιεκτός από καλύμματα κεφαλής που έχουν χαρακτήρα παιχνιδιών ή ειδών καρναβαλιού) | Bademützen, Kapuzen und andere Kopfbedeckungen, auch ausgestattet, aus Kautschuk oder Kunststoff (ausg. Sicherheitskopfbedeckungen sowie Kopfbedeckungen, die den Charakter von Spielzeug oder Karnevalsartikeln haben) Übersetzung bestätigt |
Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει αυτά που είδαμε με τα μάτια μας στην τηλεόραση, συμπεριλαμβανομένων των αναφορών ότι τους αλυσόδεσαν, τους φόρεσαν κουκούλες και τους νάρκωσαν κατά τη μεταφορά, ενώ τους ξύρισαν με τη βία τις γενειάδες. | Niemand kann leugnen, was wir selber im Fernsehen verfolgen konnten. Dazu kommen Berichte, dass man sie während der Überfahrt in Ketten gelegt, ihnen Kapuzen übergezogen, Sedativa verabreicht und zwangsweise ihre Bärte abgenommen hat. Übersetzung bestätigt |
Σεβασμός στο άσυλο, αλλά να μην επιτρέπεται, κύριε Πρόεδρε, αυτό να γίνεται εστία, θύλακας των αναρχικών, όλων εκείνων που με κουκούλες βιάζουν, εκβιάζουν, λεηλατούν τη ζωή των πολιτών. | Asyl sollte respektiert werden, aber daraus dürfen keine Zellen, keine Anarchistennester für all jene entstehen, die mit Kapuzen verhüllt das Leben der Bürger angreifen, bedrohen und plündern. Übersetzung bestätigt |
Το εμπόριο αγοράζει αυτά τα δέρματα γάτας για να φτιάξει διακοσμητικό φινίρισμα σε κουκούλες μπουφάν, εσωτερική επένδυση σε μπότες και γάντια του σκι και για κάθε είδους αντικείμενα της μόδας. | Der Handel kauft diese Katzenfelle, um Kragen als Besatz für Parka-Kapuzen, Skischuhen und Futter für Skihandschuhe sowie alle möglichen anderen Modegegenstände herzustellen. Übersetzung bestätigt |
Και τραβούσαμε τους ηθοποιούς για το σώμα, και τους τραβούσαμε ενώ φορούσαν μπλε κουκούλες. | Wir filmten unsere Körperschauspieler mit blauen Kapuzen auf den Köpfen. Übersetzung nicht bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
κουκούλα η [kukúla] : 1. κάλυμμα του κεφαλιού συνήθ. κωνικό, το οποίο: α. προσαρτημένο στο επάνω μέρος ενός ρούχου, χρησιμοποιείται για να προστατεύει το κεφάλι από τη βροχή, το κρύο, τον αέρα: Παλτό / αδιάβροχο με κουκούλα. β. ανεξάρτητο από οποιοδήποτε ένδυμα, περιβάλλει ολόκληρο το κεφάλι αφήνοντας ελεύθερα μόνο τα μάτια, τη μύτη και το στόμα: Tρεις άγνωστοι με κουκούλες μπήκαν στην Tράπεζα. 2. προστατευτικό κάλυμμα: H κουκούλα του αυτοκινήτου, για προστασία από τη σκόνη, τον ήλιο κτλ. || στα καμπριολέ αυτοκίνητα, η πτυσσόμενη σκεπή. 3. (οικ.) στο χταπόδι, μανδύας που περιβάλλει το κεφάλι και το σώμα του.
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.