κοιμάμαι Verb  [kimame, koimamai]

  Verb
(382)
pennen (ugs.)
  Verb
(9)
  Verb
(0)

Etymologie zu κοιμάμαι

κοιμάμαι altgriechisch κοιμῶμαι


GriechischDeutsch
Έτσι θα μπορώ να κοιμάμαι!Dann werde ich ruhig schlafen können!

Übersetzung bestätigt

Τα κεράσια είναι μάλιστα το αγαπημένο μου φρούτο και κατά συνέπεια θα μπορώ να κοιμάμαι ήσυχος.Kirschen sind auch mein bevorzugtes Obst, so dass ich nun ruhiger schlafen kann.

Übersetzung bestätigt

"Αλλά πώς μπορώ να κοιμηθώ; Αν κοιμάμαι θα πάρει μακριά."Aber wie kann ich schlafen? Wenn ich schlafen er wird weg.

Übersetzung nicht bestätigt

Τι γίνεται με τη βάρκα όταν κοιμάμαι;Was passiert mit dem Boot während Sie schlafen?

Übersetzung nicht bestätigt

Αλλά έπρεπε να κοιμάμαι με ένα καρύδι κόλα δίπλα στο κρεβάτι μου, θαμένο στην άμμο, και να δώσω επτά νομίσματα σε επτά λεπρούς και ούτω καθεξής.Also musste ich mit einer Kolanuss, die neben meinem Bett im Sand vergraben war, schlafen, sieben Münzen sieben Leprakranken geben und so.

Übersetzung nicht bestätigt



Grammatik

Grammatik zu κοιμάμαι

Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
κοιμάμαι, κοιμούμαικοιμόμαστε, κοιμούμαστε
κοιμάσαικοιμάστε, κοιμόσαστε
κοιμάταικοιμούνται, κοιμόνται
Imper
fekt
κοιμόμουν(α)κοιμόμαστε, κοιμούμαστε, κοιμόμασταν
κοιμόσουν(α)κοιμόσαστε, κοιμόσασταν
κοιμόταν(ε)κοιμόνταν(ε), κοιμούνταν, κοιμόντουσαν
Aoristκοιμήθηκακοιμηθήκαμε
κοιμήθηκεςκοιμηθήκατε
κοιμήθηκεκοιμήθηκαν, κοιμηθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω κοιμηθεί
είμαι κοιμισμένος, -η
έχουμε κοιμηθεί
είμαστε κοιμισμένοι, -ες
έχεις κοιμηθεί
είσαι κοιμισμένος, -η
έχετε κοιμηθεί
είστε κοιμισμένοι, -ες
έχει κοιμηθεί
είναι κοιμισμένος, -η, -ο
έχουν κοιμηθεί
είναι κοιμισμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα κοιμηθεί
ήμουν κοιμισμένος, -η
είχαμε κοιμηθεί
ήμαστε κοιμισμένοι, -ες
είχες κοιμηθεί
ήσουν κοιμισμένος, -η
είχατε κοιμηθεί
ήσαστε κοιμισμένοι, -ες
είχε κοιμηθεί
ήταν κοιμισμένος, -η, -ο
είχατε κοιμηθεί
ήταν κοιμισμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα κοιμάμαι, θα κοιμούμαιθα κοιμόμαστε, θα κοιμούμαστε
θα κοιμάσαιθα κοιμάστε, θα κοιμόσαστε
θα κοιμάταιθα κοιμούνται, θα κοιμόνται
Fut
ur
θα κοιμηθώθα κοιμηθούμε
θα κοιμηθείςθα κοιμηθείτε
θα κοιμηθείθα κοιμηθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω κοιμηθεί
θα είμαι κοιμισμένος, -η
θα έχουμε κοιμηθεί
θα είμαστε κοιμισμένοι, -ες
θα έχεις κοιμηθεί
θα είσαι κοιμισμένος, -η
θα έχετε φαντάστει
θα είστε κοιμισμένοι, -ες
θα έχει κοιμηθεί
θα είναι κοιμισμένος, -η, -ο
θα έχουν κοιμηθεί
θα είναι κοιμισμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να κοιμάμαι, να κοιμούμαινα κοιμόμαστε, να κοιμούμαστε
να κοιμάσαινα κοιμάστε, να κοιμόσαστε
να κοιμάταινα κοιμούνται, να κοιμόνται
Aoristνα κοιμηθώνα κοιμηθούμε
να κοιμηθείςνα κοιμηθείτε
να κοιμηθείνα κοιμηθούν(ε)
Perfνα έχω κοιμηθεί
να είμαι κοιμισμένος, -η
να έχουμε κοιμηθεί
να είμαστε κοιμισμένοι, -ες
να έχεις κοιμηθεί
να είσαι κοιμισμένος, -η
να έχετε κοιμηθεί
να είστε κοιμισμένοι, -ες
να έχει κοιμηθεί
να είναι κοιμισμένος, -η, -ο
να έχουν κοιμηθεί
να είναι κοιμισμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presκοιμάστε
Aoristκοιμήσουκοιμηθείτε
Part
izip
Presκοιμούμενος
Perfκοιμισμένος, -η, -οκοιμισμένοι, -ες, -α
InfinAoristκοιμηθεί









Griechische Definition zu κοιμάμαι

κοιμάμαι [kimáme] & κοιμούμαι [kimúme] μππ. κοιμισμένος* : 1α. βρίσκομαι σε κατάσταση ύπνου: Hσυχία! Kοιμάται ο κόσμος, για ώρες κοινής ησυχίας. Kοιμήθηκα δώδεκα ώρες συνέχεια. Δεν κατάφερα να κοιμηθώ. Kοιμάται βαθιά / βαριά / ελαφρά / σαν πουλάκι / σαν μολύβι. Δεν κοιμήθηκα όλη νύχτα, έμεινα ξάγρυπνος. Δεν κοιμήθηκα αρκετά. Προσπάθησε να κοιμηθείς λίγο! Οι έγνοιες δεν τον αφήνουν να κοιμηθεί. Πάω να κοιμηθώ. Έβαλα το παιδί να κοιμηθεί. Όλη η πόλη κοιμάται, επικρατεί απόλυτη ησυχία. (έκφρ.) κοιμάμαι ήσυχος, δεν ανησυχώ. κοιμήθηκε φτωχός και ξύπνησε πλούσιος, για ξαφνικό πλουτισμό. μήπως κοιμάμαι και ονειρεύομαι;, για κτ. ανέλπιστα ευχάριστο. κοιμάσαι κι ονειρεύεσαι, για κτ. σχεδόν ανέφικτο, που ελπίζεις όμως ότι θα πραγματοποιηθεί. κοιμάται τον ύπνο του δικαίου* και ως ΦΡ. ΦΡ κοιμάται όρθιος, για κπ. που υστερεί σε ευστροφία ή που τον χαρακτηρίζει αδράνεια και νωθρότητα και ως έκφραση για κπ. που νυστάζει υπερβολικά. κοιμάται και η τύχη του δουλεύει*. μ΄ αυτό το πλευρό* να κοιμάσαι! ΠAΡ Όπως στρώσεις*, θα κοιμηθείς. || ξαπλώνω για να κοιμηθώ, συνήθ. ως επαναλαμβανόμενη διαδικασία: κοιμάμαι αργά / νωρίς. Kοιμάται κάθε μεσημέρι. Kοιμάται σε ξενοδοχείο, μένει. Θα κοιμηθώ στον καναπέ. (έκφρ.) κοιμάται με τις κότες, πολύ νωρίς. β. έρχομαι σε σαρκική επαφή, συγκαλυμμένα, αντί του συνουσιάζομαι: Kοιμάται μ΄ όποιον τύχει. Kοιμήθηκες μαζί του; Kοιμούνται χωριστά. γ. (εκκλ.) πεθαίνω, για αγίους, μοναχούς και γενικά για χριστιανούς που πιστεύουν ότι ο θάνατος είναι μετάβαση στην άλλη ζωή. (έκφρ.) κοιμάται τον αιώνιο ύπνο. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback