κατάστρωμα altgriechisch κατάστρωμα καταστρώννυμι
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Στο κατάστρωμα πλησίον του ανυψωτήρα πρέπει να διατηρείται κλίμακα επιβίβασης η οποία πληροί τις διατάξεις του στοιχείου β) και είναι διαθέσιμη για άμεση χρήση.». | Ein Fallreep gemäß Buchstabe b ist neben dem Aufzug an Deck anzubringen und für sofortigen Einsatz bereitzuhalten;“. Übersetzung bestätigt |
Πρέπει δε να έχει σχεδιαστεί και κατασκευαστεί κατά τρόπον ώστε να εξασφαλίζεται η ασφαλής επιβίβαση και αποβίβαση του επιθεωρητή καθώς και η ασφαλής πρόσβαση από τον ανυψωτήρα στο κατάστρωμα και αντιστρόφως. | Der Aufzug muss so konstruiert und gefertigt sein, dass ein sicheres Anund Vonbordgehen des Inspektors sowie ein sicherer Umstieg vom Aufzug zum Deck und umgekehrt gewährleistet sind. Übersetzung bestätigt |
Εάν οι ανιχνευτές πυρκαγιάς δεν μπορούν να ταυτοποιηθούν μεμονωμένα εξ αποστάσεως, η ζώνη ανίχνευσης πυρκαγιάς δεν πρέπει να παρακολουθεί περισσότερα του ενός καταστρώματα. | Umfasst die Feuermeldeanlage keine fernübertragbare so darf ein Brandmeldeabschnitt nicht mehr als ein Deck überwachen. Übersetzung bestätigt |
Επιστόμιο ταχέος κλεισίματος επί της δεξαμενής, ενεργοποιούμενο από το κατάστρωμα, ακόμα και σε περίπτωση που οι εν λόγω χώροι είναι κλειστοί | Betätigung des Schnellschlussventils am Tank von Deck aus, auch wenn die betroffenen Räume geschlossen sind Übersetzung bestätigt |
Κατά την έξοδό τους από τις δεξαμενές, οι σωληνώσεις διανομής καυσίμων πρέπει να είναι εφοδιασμένες με βαλβίδα γρήγορου κλεισίματος ενεργοποιούμενη από το κατάστρωμα, ακόμα και αν οι εν λόγω χώροι είναι κλειστοί. | Austrittsleitungen für flüssige Brennstoffe müssen unmittelbar an den Tanks mit einem Schnellschlussventil versehen sein, das von Deck aus betätigt werden kann, auch wenn die betroffenen Räume geschlossen sind. Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Deutsche Synonyme |
---|
Wandbrett |
Bücherbord |
Bücherbrett |
Bord |
Abstellbrett |
Schiffsdeck |
Deck |
κατάστρωμα το [katástroma] : I. δάπεδο από μεταλλικά ελάσματα ή από σανίδες, που καλύπτει το κύτος του πλοίου ή που το διαχωρίζει οριζόντια: Πρώτο / δεύτερο / τρίτο κατάστρωμα. κατάστρωμα περιπάτου. Tο κατάστρωμα των αξιωματικών του πλοίου. || (ειδικότ.) η κατώτερη (τρίτη) ταξιδιωτική θέση στο πλοίο: Έβγαλε εισιτήριο για κατάστρωμα. Επιβάτες του καταστρώματος. (έκφρ.) ταξιδεύω κατάστρωμα, στο κατάστρωμα. II. το τμήμα του δρόμου που είναι στρωμένο με άσφαλτο ή με άλλο υλικό και που προορίζεται για την κίνηση των τροχοφόρων· (πρβ. οδόστρωμα): Kατέβηκε από το πεζοδρόμιο στο κατάστρωμα (του δρόμου).
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.