{το}  κατάστρωμα Subst.  [katastroma, katastrwma]

{das}    Subst.
(912)
{der}    Subst.
(66)

Etymologie zu κατάστρωμα

κατάστρωμα altgriechisch κατάστρωμα καταστρώννυμι


GriechischDeutsch
Στο κατάστρωμα πλησίον του ανυψωτήρα πρέπει να διατηρείται κλίμακα επιβίβασης η οποία πληροί τις διατάξεις του στοιχείου β) και είναι διαθέσιμη για άμεση χρήση.».Ein Fallreep gemäß Buchstabe b ist neben dem Aufzug an Deck anzubringen und für sofortigen Einsatz bereitzuhalten;“.

Übersetzung bestätigt

Πρέπει δε να έχει σχεδιαστεί και κατασκευαστεί κατά τρόπον ώστε να εξασφαλίζεται η ασφαλής επιβίβαση και αποβίβαση του επιθεωρητή καθώς και η ασφαλής πρόσβαση από τον ανυψωτήρα στο κατάστρωμα και αντιστρόφως.Der Aufzug muss so konstruiert und gefertigt sein, dass ein sicheres Anund Vonbordgehen des Inspektors sowie ein sicherer Umstieg vom Aufzug zum Deck und umgekehrt gewährleistet sind.

Übersetzung bestätigt

Εάν οι ανιχνευτές πυρκαγιάς δεν μπορούν να ταυτοποιηθούν μεμονωμένα εξ αποστάσεως, η ζώνη ανίχνευσης πυρκαγιάς δεν πρέπει να παρακολουθεί περισσότερα του ενός καταστρώματα.Umfasst die Feuermeldeanlage keine fernübertragbare so darf ein Brandmeldeabschnitt nicht mehr als ein Deck überwachen.

Übersetzung bestätigt

Επιστόμιο ταχέος κλεισίματος επί της δεξαμενής, ενεργοποιούμενο από το κατάστρωμα, ακόμα και σε περίπτωση που οι εν λόγω χώροι είναι κλειστοίBetätigung des Schnellschlussventils am Tank von Deck aus, auch wenn die betroffenen Räume geschlossen sind

Übersetzung bestätigt

Κατά την έξοδό τους από τις δεξαμενές, οι σωληνώσεις διανομής καυσίμων πρέπει να είναι εφοδιασμένες με βαλβίδα γρήγορου κλεισίματος ενεργοποιούμενη από το κατάστρωμα, ακόμα και αν οι εν λόγω χώροι είναι κλειστοί.Austrittsleitungen für flüssige Brennstoffe müssen unmittelbar an den Tanks mit einem Schnellschlussventil versehen sein, das von Deck aus betätigt werden kann, auch wenn die betroffenen Räume geschlossen sind.

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter



Griechische Definition zu κατάστρωμα

κατάστρωμα το [katástroma] : I. δάπεδο από μεταλλικά ελάσματα ή από σανίδες, που καλύπτει το κύτος του πλοίου ή που το διαχωρίζει οριζόντια: Πρώτο / δεύτερο / τρίτο κατάστρωμα. κατάστρωμα περιπάτου. Tο κατάστρωμα των αξιωματικών του πλοίου. || (ειδικότ.) η κατώτερη (τρίτη) ταξιδιωτική θέση στο πλοίο: Έβγαλε εισιτήριο για κατάστρωμα. Επιβάτες του καταστρώματος. (έκφρ.) ταξιδεύω κατάστρωμα, στο κατάστρωμα. II. το τμήμα του δρόμου που είναι στρωμένο με άσφαλτο ή με άλλο υλικό και που προορίζεται για την κίνηση των τροχοφόρων· (πρβ. οδόστρωμα): Kατέβηκε από το πεζοδρόμιο στο κατάστρωμα (του δρόμου).

[λόγ. < αρχ. κατάστρωμα]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback