Griechisch | Deutsch |
---|---|
Επομένως, από νομική άποψη, το ψήφισμα είναι βάσιμο και, δεδομένου ότι ήμουν ένας από τους συντάκτες τους, θα ήθελα να διευκρινίσω ότι είναι και από πολιτική άποψη βάσιμο, εφόσον ζητούσαμε την ανάκληση ενός γαλλικού νομοσχεδίου και, ιδιαίτερα, μίας διάταξης που καθιστούσε την κατάδοση των φιλοξενούμενων αλλοδαπών υποχρέωση των πολιτών που θα όφειλαν να τους καταγγείλουν. | Rechtlich gesehen war die Entschließung also begründet, und als einer der Verfasser dieser Entschließung erlaube ich mir die Bemerkung, daß sie auch politisch begründet war, denn wir forderten die Rücknahme eines französischen Gesetzesentwurfs und insbesondere einer Bestimmung, mit der Menschen praktisch zur Denunziation gezwungen wären, weil sie die Abreise von ihnen beherbergter Ausländer melden müßten. Übersetzung bestätigt |
Εκείνο για το οποίο δεν αγωνιστήκαμε και εναντίον του οποίου κατηγορηματικά αντιτασσόμαστε, και όπου βλέπουμε να τίθεται σε τεράστιο κίνδυνο η θέση του Κοινοβουλίου και η ελεύθερη εντολή, είναι ότι εδώ μπορούν να διεξάγονται έρευνες εναντίον ελεύθερα εκλεγμένων βουλευτών, όχι μόνο σε περίπτωση που υπάρχουν υποψίες εναντίον τους, αλλά και σε περίπτωση απλών εικασιών, όταν εδώ θεσπίζεται ένα σύστημα εξαναγκασμού προς κατάδοση, όταν εδώ δεν πρόκειται για την απάτη και τη διαφθορά, αλλά για μια γενική εξουσιοδότηση διαβάζω "επέμβασης σε σοβαρές περιπτώσεις που συνδέονται με την άσκηση επαγγελματικών δραστηριοτήτων". | Wofür wir nicht gekämpft haben und wogegen wir in aller Entschiedenheit auftreten und wo wir die Stellung des Parlaments und des freien Mandats massiv gefährdet sehen, ist, wenn hier Ermittlungen gegen frei gewählte Abgeordnete eingeleitet werden können, nicht nur bei Verdacht, sondern bei bloßen Vermutungen, wenn hier ein System des Zwangs zur Denunziation eingerichtet wird, wenn es hier nicht um Betrug und Korruption geht, sondern um eine Pauschalermächtigung, ich zitiere, "bei schwerwiegenden Vorfällen in Ausübung des Amtes einzuschreiten". Übersetzung bestätigt |
Πρόκειται για μια γενική εξουσιοδότηση σε μια υπηρεσία, η οποία όχι απλώς αφήνει έκθετους τους βουλευτές σε κάθε κατάδοση, αλλά εισάγει ένα σύστημα χαφιεδισμού και πολιτικής υποκίνησης, το οποίο εξευτελίζει την ελεύθερη εντολή και το ελεύθερο Κοινοβούλιο. | Das ist eine Pauschalermächtigung an eine Behörde, die die Abgeordneten nicht nur jeder Denunziation preisgibt, sondern die ein System des Denunziantentums und der politischen Agitation eröffnet, das einem freien Mandat und einem freien Parlament Hohn spricht. Übersetzung bestätigt |
Αν σκεφτώ και πέρα από αυτό, ότι οι βουλευτές, σύμφωνα με το κείμενο αυτό, θα υποχρεούνται να συνεργάζονται με την OLAF κατά την άσκηση των καθηκόντων της και ότι εκτός από αυτό θα υποχρεούνται στην κατάδοση, τότε μια τέτοια ρύθμιση χτυπά την ελεύθερη εντολή κατευθείαν στην καρδιά. | Wenn ich darüber hinaus daran denke, daß die Abgeordneten nach diesem Text zur Mitwirkung an den Aufgaben von OLAF verpflichtet sein sollen und wenn sie darüber hinaus zur Denunziation verpflichtet sein sollen, dann trifft eine solche Regelung das freie Mandat mitten ins Herz. Übersetzung bestätigt |
Όταν στο άρθρο 2 αναφέρεται ότι "κάθε υπάλληλος ή μέλος του λοιπού προσωπικού, που λαμβάνει γνώση στοιχείων, βάσει των οποίων εικάζεται η ύπαρξη ενδεχομένων περιπτώσεων παράνομης δραστηριότητας οι οποίες συνιστούν ενδεχομένως μια παραβίαση υποχρεούται να ενημερώσει", τότε αυτό εξαναγκάζει σε κατάδοση. | Wenn es dort im Artikel 2 heißt, daß "jeder Beamte oder Bedienstete, der Kenntnis von möglichen Fällen, die rechtswidrige Handlungen vermuten lassen und gegebenenfalls eine Verletzung darstellen können, mitteilungspflichtig ist", so zwingt dies zur Denunziation. Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Deutsche Synonyme |
---|
Denunziation |
Vernaderung |
Verrat |
Denunzierung |
Singular | Plural | |
---|---|---|
Nominativ | die Denunziation | die Denunziationen |
Genitiv | der Denunziation | der Denunziationen |
Dativ | der Denunziation | den Denunziationen |
Akkusativ | die Denunziation | die Denunziationen |
κατάδοση η [katáδosi] : η ενέργεια του καταδίδω, η καταγγελία εις βάρος ατόμου ή η αποκάλυψη παράνομων πράξεων ή μυστικών στοιχείων, που έχει ως κίνητρο ιδιοτελείς σκοπούς και όχι την προάσπιση του δικαίου: Tον βαρύνει η κατάδοση των συναγωνιστών του στους κατακτητές της πατρίδας, προδοσία. H κατάδοση των αμυντικών σχεδίων στους εχθρούς της πατρίδας του.
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.