Griechisch | Deutsch |
---|---|
Noch keine Beispielsätze. |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Deutsche Synonyme |
---|
zurückwerfen |
reflektieren |
spiegeln |
widerspiegeln |
wiedergeben |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | καθρεφτίζω | καθρεφτίζουμε, καθρεφτίζομε | καθρεφτίζομαι | καθρεφτιζόμαστε |
καθρεφτίζεις | καθρεφτίζετε | καθρεφτίζεσαι | καθρεφτίζεστε, καθρεφτιζόσαστε | ||
καθρεφτίζει | καθρεφτίζουν(ε) | καθρεφτίζεται | καθρεφτίζονται | ||
Imper fekt | καθρέφτιζα | καθρεφτίζαμε | καθρεφτιζόμουν(α) | καθρεφτιζόμαστε, καθρεφτιζόμασταν | |
καθρέφτιζες | καθρεφτίζατε | καθρεφτιζόσουν(α) | καθρεφτιζόσαστε, καθρεφτιζόσασταν | ||
καθρέφτιζε | καθρέφτιζαν, καθρεφτίζαν(ε) | καθρεφτιζόταν(ε) | καθρεφτίζονταν, καθρεφτιζόντανε, καθρεφτιζόντουσαν | ||
Aorist | καθρέφτισα | καθρεφτίσαμε | καθρεφτίστηκα | καθρεφτιστήκαμε | |
καθρέφτισες | καθρεφτίσατε | καθρεφτίστηκες | καθρεφτιστήκατε | ||
καθρέφτισε | καθρέφτισαν, καθρεφτίσαν(ε) | καθρεφτίστηκε | καθρεφτίστηκαν, καθρεφτιστήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω καθρεφτίσει έχω καθρεφτισμένο | έχουμε καθρεφτίσει έχουμε καθρεφτισμένο | έχω καθρεφτιστεί είμαι καθρεφτισμένος, -η | έχουμε καθρεφτιστεί είμαστε καθρεφτισμένοι, -ες | |
έχεις καθρεφτίσει έχεις καθρεφτισμένο | έχετε καθρεφτίσει έχετε καθρεφτισμένο | έχεις καθρεφτιστεί είσαι καθρεφτισμένος, -η | έχετε καθρεφτιστεί είστε καθρεφτισμένοι, -ες | ||
έχει καθρεφτίσει έχει καθρεφτισμένο | έχουν καθρεφτίσει έχουν καθρεφτισμένο | έχει καθρεφτιστεί είναι καθρεφτισμένος, -η, -ο | έχουν καθρεφτιστεί είναι καθρεφτισμένοι, -ες, -α | ||
Plu per fekt | είχα καθρεφτίσει είχα καθρεφτισμένο | είχαμε καθρεφτίσει είχαμε καθρεφτισμένο | είχα καθρεφτιστεί ήμουν καθρεφτισμένος, -η | είχαμε καθρεφτιστεί ήμαστε καθρεφτισμένοι, -ες | |
είχες καθρεφτίσει είχες καθρεφτισμένο | είχατε καθρεφτίσει είχατε καθρεφτισμένο | είχες καθρεφτιστεί ήσουν καθρεφτισμένος, -η | είχατε καθρεφτιστεί ήσαστε καθρεφτισμένοι, -ες | ||
είχε καθρεφτίσει είχε καθρεφτισμένο | είχαν καθρεφτίσει είχαν καθρεφτισμένο | είχε καθρεφτιστεί ήταν καθρεφτισμένος, -η, -ο | είχαν καθρεφτιστεί ήταν καθρεφτισμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα καθρεφτίζω | θα καθρεφτίζουμε, | θα καθρεφτίζομαι | θα καθρεφτιζόμαστε | |
θα καθρεφτίζεις | θα καθρεφτίζετε | θα καθρεφτίζεσαι | θα καθρεφτίζεστε, | ||
θα καθρεφτίζει | θα καθρεφτίζουν(ε) | θα καθρεφτίζεται | θα καθρεφτίζονται | ||
Fut ur | θα καθρεφτίσω | θα καθρεφτίσουμε, | θα καθρεφτιστώ | θα καθρεφτιστούμε | |
θα καθρεφτίσεις | θα καθρεφτίσετε | θα καθρεφτιστείς | θα καθρεφτιστείτε | ||
θα καθρεφτίσει | θα καθρεφτίσουν(ε) | θα καθρεφτιστεί | θα καθρεφτιστούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να καθρεφτίζω | να καθρεφτίζουμε, | να καθρεφτίζομαι | να καθρεφτιζόμαστε |
να καθρεφτίζεις | να καθρεφτίζετε | να καθρεφτίζεσαι | να καθρεφτίζεστε, | ||
να καθρεφτίζει | να καθρεφτίζουν(ε) | να καθρεφτίζεται | να καθρεφτίζονται | ||
Aorist | να καθρεφτίσω | να καθρεφτίσουμε, | να καθρεφτιστώ | να καθρεφτιστούμε | |
να καθρεφτίσεις | να καθρεφτίσετε | να καθρεφτιστείς | να καθρεφτιστείτε | ||
να καθρεφτίσει | να καθρεφτίσουν(ε) | να καθρεφτιστεί | να καθρεφτιστούν(ε) | ||
Perf | να έχω καθρεφτίσει | να έχουμε καθρεφτίσει | να έχω καθρεφτιστεί | να έχουμε καθρεφτιστεί | |
να έχεις καθρεφτίσει | να έχετε καθρεφτίσει | να έχεις καθρεφτιστεί | να έχετε καθρεφτιστεί | ||
να έχει καθρεφτίσει | να έχουν καθρεφτίσει | να έχει καθρεφτιστεί | να έχουν καθρεφτιστεί | ||
Imper ativ | Pres | καθρέφτιζε | καθρεφτίζετε | καθρεφτίζεστε | |
Aorist | καθρέφτισε | καθρεφτίστε | καθρεφτίσου | καθρεφτιστείτε | |
Part izip | Pres | καθρεφτίζοντας | καθρεφτιζόμενος | ||
Perf | έχοντας καθρεφτίσει, έχοντας καθρεφτισμένο | καθρεφτισμένος, -η, -ο | καθρεφτισμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | καθρεφτίσει | καθρεφτιστεί |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | spiegle spiegele | ||
du | spiegelst | |||
er, sie, es | spiegelt | |||
Präteritum | ich | spiegelte | ||
Konjunktiv II | ich | spiegelte | ||
Imperativ | Singular | spiegle! spiegele! | ||
Plural | spiegelt! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
gespiegelt | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:spiegeln |
καθρεφτίζω [kaθreftízo] -ομαι : 1. για κτ. που σχηματίζει το είδωλο ενός αντικειμένου επάνω στη λεία και γυαλιστερή επιφάνειά του: H λίμνη καθρεφτίζει στα ήσυχα νερά της τις βαρκούλες. Tα δέντρα καθρεφτίζονται στις τζαμαρίες των σπιτιών. Tο πρόσωπό του καθρεφτίζεται στο νερό. || (παθ.) κοιτάζομαι στον καθρέφτη, γυαλίζομαι4. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.