εύρημα altgriechisch εὕρημα
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Το να βρει κανείς παπύρους γραμμένους στην "Δική Του γλώσσα" κατά την περίοδο κατά την οποία λεγόταν ότι ζούσε ήταν μεγάλο εύρημα και οι Χριστιανοί σε όλο τον κόσμο ήταν πολύ ενθουσιασμένοι για αυτό. | Der Fund von Schriftrollen, die in 'Seiner' Sprache und zu einer Zeit geschrieben waren, zu der er angeblich lebte, war bedeutend, und überall waren die Christen darüber sehr erregt. Übersetzung nicht bestätigt |
Όλοι ήταν κατενθουσιασμένοι με αυτό το αρχαιολογικό εύρημα, επειδή σήμαινε πως ίσως τελικά θα μπορούσαν να συνομολογήσουν έναν ολόκληρο σκελετό Ντόντο. | Dieser archäologische Fund sorgte für große Aufregung, denn vielleicht war es jetzt endlich möglich, das vollständige Skelett eines einzelnen Dodos zusammenzusetzen. Übersetzung nicht bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
εύρημα το [évrima] : 1.κτ. που βρίσκει κάποιος, συνήθ. ως αποτέλεσμα έρευνας: H φιλολογική / ιστορική / αστυνομική / ιατροδικαστική έρευνα κατέληξε σε αξιόλογα ευρήματα. Tυχαίο εύρημα. ΠAΡ Tου φτωχού* το εύρημα ή καρφί ή πέταλο. α. αρχαιολογικό εύρημα: Tα ευρήματα των ανασκαφών στις Mυκήνες / στη Bεργίνα. Ήρθαν στο φως μοναδικά ευρήματα από προϊστορικούς τάφους. β. (πληθ.) παθολογικά στοιχεία που είναι ευρήματα ιατρικών εξετάσεων: Aκτινολογικά / κλινικά ευρήματα. Δεν υπάρχουν ευρήματα. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.