ευτυχισμένος -η -ο Adj.  [eftichismenos -i -o, eytyxismenos -h -o]

  Adj.
(1570)

GriechischDeutsch
Για αυτό το θέμα είμαι πολύ απλά χαρούμενος ευτυχισμένος θα μπορούσα να πω διότι μπορώ να σας ανακοινώσω εδώ απόψε ως κατακλείδα αυτής της συζήτησης ότι ο Πρόεδρος της Νοτίου Αφρικής αποδέχθηκε σήμερα τη λύση στα εκκρεμή προβλήματα, την οποία συμφώνησε να προτείνει στη Νότιο Αφρική το Συμβούλιο Υπουργών.Ich freue mich fast möchte ich sagen, ich bin glücklich Ihnen heute abend zum Ende dieser Diskussion mitteilen zu können, daß der südafrikanische Präsident heute die Lösung der offenen Probleme zugesagt hat, wie dies Südafrika vom Außenministerrat der EU letzten Montag vorgeschlagen wurde.

Übersetzung bestätigt

Είμαι πολύ ευτυχισμένος.Ich bin sehr glücklich.

Übersetzung bestätigt

Έπρεπε να διασχίσω την Ευρώπη και την Αγγλία με αυτοκίνητο, τρένο και φέρι μποτ και ποτέ δεν είχα νιώσει τόσο ανεξάρτητος και ευτυχισμένος όσο όταν καθόμουν στο αυτοκίνητό μου.Ich musste Europa und schließlich England durchqueren, fuhr mit Auto, Zug und Fähre, doch so richtig unabhängig und glücklich fühlte ich mich erst, als ich in meinem eigenen Auto saß.

Übersetzung bestätigt

Όλα αυτά συμβαίνουν ενώ ο δικτάτορας Mugabe δήλωσε ότι ο λαός ήταν εξαιρετικά ευτυχισμένος.Dies geschieht, während der Diktator Mugabe erklärte, dass das Volk extrem glücklich sei.

Übersetzung bestätigt

Όποιος ασχολείται με ένα τέτοιο θέμα δεν μπορεί να είναι ευτυχισμένος όταν βλέπει μέχρι που μπορεί να φτάσει ο άνθρωπος.Niemand, der eine solche Arbeit macht, kann glücklich sein, wenn er sieht, wozu Menschen fähig sind.

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter
Deutsche Synonyme
happy
zufrieden
froh
glücklich

Grammatik

  • ευτυχισμένος (maskulin)
  • ευτυχισμένη (feminin)
  • ευτυχισμένο (neutrum)


Griechische Definition zu ευτυχισμένος -η -ο

ευτυχισμένος -η -ο [eftixizménos] : ANT δυστυχισμένος. 1α. που αισθάνεται βαθιά ικανοποίηση και χαρά, που νιώθει ευτυχία: Έζησαν ευτυχισμένοι σε μια κοινωνία αγάπης και ευημερίας. Είναι ένας ευτυχισμένος -η -ο άνθρωπος / μια ευτυχισμένη οικογένεια. || πολύ χαρούμενος: Σήμερα είμαι πολύ ευτυχισμένος -η -ο, γιατί θα συναντηθώ με αγαπητούς φίλους. β. που εκδηλώνει, που εκφράζει ευτυχία: Ευτυχισμένα παιδικά πρόσωπα. 1. για χρονική περίοδο κατά την οποία οι άνθρωποι ζουν ευτυχισμένοι: Έζησε ευτυχισμένα παιδικά χρόνια. Ευτυχισμένες εποχές. (ευχές) ευτυχισμένος -η -ο ο καινούριος χρόνος. ευτυχισμένα γενέθλια. || Ο γάμος του ήταν πολύ ευτυχισμένος -η -ο. α2. για χρονικό διάστημα που ευνοεί την επιτυχία: Έργα από τις πιο ευτυχισμένες στιγμές του καλλιτέχνη. β. για τόπο πλούσιο και ειρηνικό: H ευτυχισμένη γη της Iωνίας, όπου άνθισε ο ελληνικός πολιτισμός. ευτυχισμένα ΕΠIΡΡ: Έζησαν ευτυχισμένος -η -ο.

[λόγ. μππ. του ευτυχώ μεταπλ. -ημένος > -ισμένος με βάση το συνοπτ. θ. ευτυχησ- και κατά το αντ. δυστυχισμένος & λόγ. σημδ. γαλλ. heureux, αγγλ. happy]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback