{das} Subst. (1577) |
{das} Tool (fachspr.) Subst.(1409) |
(0) |
εργαλείο altgriechisch ἐργαλεῖον
Griechisch | Deutsch |
---|---|
ένα στάδιο ανάπτυξης της εφαρμογής, κατά τη διάρκεια του οποίου κατασκευάζονται εργαλεία και το οποίο παρέχει τη δυνατότητα πρόβλεψης αναπαραγώγιμων επιδόσεων και κατασκευής υλικών ώστε να προταθεί η διεργασία σε ανταγωνιστικό πλαίσιο. | eine Phase der Anwendungsentwicklung, in der die Werkzeuge gefertigt werden, festgestellt wird, welche Leistungen reproduzierbar sind, und Materialien hergestellt werden, damit das Verfahren unter Wettbewerbsbedingungen angeboten werden kann. Übersetzung bestätigt |
Να χρησιμοποιούνται μόνο εργαλεία που δεν παράγουν σπινθήρες. | Nur funkenfreies Werkzeug verwenden. Übersetzung bestätigt |
Είναι σε θέση να τοποθετεί ή να προσανατολίζει ειδικά, κατασκευαστικά τμήματα, εργαλεία ή ειδικές διατάξεις με τη βοήθεια μεταβλητών κινήσεων στον τρισδιάστατο χώρο· | fähig, Material, Teile, Werkzeuge oder Spezialvorrichtungen durch veränderliche Bewegungen im dreidimensionalen Raum zu positionieren oder auszurichten, Übersetzung bestätigt |
Εξοπλισμός, εργαλεία ή διατάξεις στήριξης που έχουν σχεδιασθεί ειδικά για την κατασκευή των πτερυγίων των αεριοστροβίλων, των σταθερών πτερυγίων ή των χυτευμένων στεγανών (προστατευτικών περιβλημάτων) των ακροπτερυγίων ως ακολούθως: | Besonders konstruierte Ausrüstung, Werkzeuge und Vorrichtungen wie folgt für die Herstellung von Gasturbinenlaufschaufeln, -leitschaufeln oder gegossenen Deckbändern (tip shroud castings): Übersetzung bestätigt |
Σημείωση:Για ειδικά σχεδιασμένες μήτρες, τύπους και εργαλεία βλ. σημεία 1B003, 9B009 και τους Ελέγχους των Στρατιωτικών Προϊόντων. | Anmerkung:Für besonders konstruierte Formen, Gesenke und Werkzeuge siehe Nummer 1B003, 9B009 und Liste für Waffen, Munition und Rüstungsmaterial. Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Wörter |
---|
εργαλειοθήκη |
εργαλειομηχανή |
εργαλείον |
Deutsche Synonyme |
---|
Tool |
Hilfsprogramm |
Dienstprogramm |
Systemprogramm |
Werkzeug |
εργαλείο το [erγalío] : 1.τεχνητό αντικείμενο, συνήθ. απλής κατασκευής, που χρησιμοποιείται κυρίως με το χέρι για την εκτέλεση ορισμένης εργασίας: Λίθινα / μεταλλικά εργαλεία. Mε την κατασκευή και τη χρήση εργαλείων ο άνθρωπος έκανε το πρώτο βήμα προς τον πολιτισμό. Iστορία των εργαλείων. εργαλείο για κοπή ή κοπτικό εργαλείο. εργαλείο για χάραξη ή χαρακτικό εργαλείο. Εργαλεία για κρούση / για σύσφιγξη / για μέτρηση. Xειρουργικά εργαλεία. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.