επουσιώδης -ης -ες Adj.  [epusiodis -is -es, epusiothis -is -es, epoysiwdhs -hs -es]

  Adj.
(4)

GriechischDeutsch
Οι ταμιακές ροές που σχετίζονται με βραχυπρόθεσμες απαιτήσεις δεν προεξοφλούνται αν η επίδραση της προεξόφλησης είναι επουσιώδης.Cashflows kurzfristiger Forderungen werden nicht abgezinst, falls der Abzinsungseffekt unwesentlich ist.

Übersetzung bestätigt

Βραχυπρόθεσμες απαιτήσεις και πληρωτέοι λογαριασμοί χωρίς καθορισμένο επιτόκιο επιμετρώνται συνήθως στην αρχικώς τιμολογηθείσα αξία τους, εκτός εάν η επίδραση της προεξόφλησης είναι επουσιώδης.Kurzfristige Forderungen und Verbindlichkeiten ohne festgelegten Zinssatz können mit dem ursprünglichen Rechnungsbetrag bewertet werden, falls der Abzinsungseffekt unwesentlich ist.

Übersetzung bestätigt

Η συνεισφορά ενός υποκείμενου στοιχείου ενεργητικού στο συνολικό άνοιγμα θα πρέπει να θεωρείται επουσιώδης, όταν χρειάζονται τουλάχιστον 100 ανοίγματα σε υποκείμενα στοιχεία ενεργητικού μιας συναλλαγής για να επιτευχθεί το όριο του 25 % του επιλέξιμου κεφαλαίου του ιδρύματος.Der Beitrag eines zugrunde liegenden Vermögenswertes zur Gesamtrisikoposition sollte als unwesentlich gelten, wenn mindestens 100 aus zugrunde liegenden Vermögenswerten eines Geschäfts resultierende Risikopositionen erforderlich sind, um die Obergrenze von 25 % der anrechenbaren Eigenmittel des Instituts zu erreichen.

Übersetzung bestätigt

Η επανέναρξη της περιόδου προστασίας εξαρτάται από το εάν μια αλλαγή κρίνεται "επουσιώδης", επειδή μια "επουσιώδης αλλαγή" δεν συνεπάγεται αυτομάτως την επανέναρξη της περιόδου προστασίας.Die Dauer des Schutzes hängt davon ab, ob eine Änderung als "unwesentlich" betrachtet wird oder nicht, denn bei einer "unwesentlichen" Änderung fängt die Schutzdauer nicht erneut an zu laufen.

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

  • επουσιώδης (maskulin)
  • επουσιώδης (feminin)
  • επουσιώδες (neutrum)


Griechische Definition zu επουσιώδης -ης -ες

επουσιώδης -ης -ες [epusióδis] : που δεν ανήκει ή δεν αναφέρεται στην ουσία της έννοιας, στην ίδια τη φύση της ή στα κυριότερα στοιχεία της αλλά στα δευτερεύοντα. ANT ουσιώδης: Επουσιώδη στοιχεία / χαρακτηριστικά. || ασήμαντος: Mία επουσιώδης -ης -ες διαφορά / λεπτομέρεια. Επουσιώδη λάθη.

[λόγ. < ελνστ. ἐπουσιώδης]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback