επισφαλής -ής -ές Adj.  [episfalis -is -es, episfalhs -hs -es]

  Adj.
(38)

GriechischDeutsch
Η Επιτροπή, ωστόσο, χωρίς να τις αμφισβητεί, υπενθυμίζει πόσο επισφαλής ήταν η κατάσταση του ναυπηγείου την περίοδο 1996-1997.Obwohl sie sie nicht anzweifelt, ruft die Kommission dennoch in Erinnerung, wie prekär die Lage der Werft im Zeitraum 1996—1997 war.

Übersetzung bestätigt

Στο πλαίσιο των παρουσών κατευθυντήριων γραμμών, μία επιχείρηση που δημιουργήθηκε πρόσφατα δεν είναι επιλέξιμη για ενισχύσεις διάσωσης και αναδιάρθρωσης, ακόμη και αν η αρχική της χρηματοοικονομική θέση είναι επισφαλής.Im Rahmen dieser Leitlinien kommen neu gegründete Unternehmen nicht für Rettungsund Umstrukturierungsbeihilfen in Betracht, und zwar auch dann nicht, wenn ihre anfängliche Finanzsituation prekär ist.

Übersetzung bestätigt

Μία νεοσυσταθείσα επιχείρηση δεν μπορεί να τύχει ενισχύσεων διάσωσης και αναδιάρθρωσης, ακόμη και στην περίπτωση που η χρηματοοικονομική της κατάσταση είναι επισφαλής.Neu gegründeten Unternehmen dürfen keine Rettungsoder Umstrukturierungsbeihilfen gewährt werden, und zwar auch dann nicht, wenn ihre Finanzsituation prekär ist.

Übersetzung bestätigt

Το σημείο 7 των κατευθυντήριων γραμμών διευκρινίζει ότι μια νεοσυσταθείσα (πρόσφατα δημιουργηθείσα) επιχείρηση δεν είναι επιλέξιμη για ενισχύσεις αναδιάρθρωσης, ακόμη και αν η αρχική χρηματοοικονομική της θέση είναι επισφαλής.Unter Ziffer 7 der Leitlinien wird ausgeführt, dass neu gegründete Unternehmen für eine Förderung durch Umstrukturierungsbeihilfen nicht in Betracht kommen, und zwar auch dann nicht, wenn ihre Finanzsituation prekär ist.

Übersetzung bestätigt

Ωστόσο, το σημείο 7 των κατευθυντήριων γραμμών για την αναδιάρθρωση προβλέπει ότι μια επιχείρηση που δημιουργήθηκε πρόσφατα δεν είναι επιλέξιμη για ενισχύσεις αναδιάρθρωσης, ακόμη και αν η αρχική της χρηματοοικονομική θέση είναι επισφαλής.Allerdings heißt es in Rdnr. 7 der Umstrukturierungsleitlinien, dass einem neu gegründeten Unternehmen keine Umstrukturierungsbeihilfe gewährt werden kann, und zwar auch dann nicht, wenn seine anfängliche Finanzsituation prekär ist.

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

  • επισφαλής (maskulin)
  • επισφαλής (feminin)
  • επισφαλές (neutrum)


Griechische Definition zu επισφαλής -ής -ές

επισφαλής -ής -ές [episfalís] : που δεν είναι απολύτως ασφαλής. α. που δεν υπάρχει βεβαιότητα ότι θα εξελιχθεί ευνοϊκά, που διατρέχει κίνδυνο: Άνθρωπος με επισφαλή υγεία. Mετά το σκάνδαλο η θέση του αρμόδιου υπουργού θεωρείται επισφαλής -ής -ές. β. που δεν υπάρχει βεβαιότητα ότι είναι αληθινός ή πραγματοποιήσιμος: H υπόθεσή του ότι θα κερδίσει τη δίκη θεωρείται επισφαλής -ής -ές. Ένας επισφαλής -ής -ές υπολογισμός. || (νομ.) επισφαλής -ής -ές απαίτηση. γ. (για κατασκευή) που δεν είναι απόλυτα στερεή. επισφαλώς ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. ἐπισφαλής· λόγ. < ελνστ. ἐπισφαλῶς]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback