επιβραδύνω Koine-Griechisch ἐπιβραδύνω ἐπί +altgriechisch βραδύνω βραδύς proto-indogermanisch *gʷr̥dus ((Lehnbedeutung) französisch ralentir)
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Δεν έχω βρει κάποιο τρόπο να το σταματήσω ή να το επιβραδύνω τουλάχιστον. | Ich weiß noch nicht, wie ich ihn stoppen oder verlangsamen kann. Übersetzung nicht bestätigt |
Αν τρέφεται από την ενέργειά μας, ίσως μπορώ... να το επιβραδύνω κλείνοντας την κεντρική τροφοδοσία. | Vielleicht können wir es verlangsamen, wenn wir die Energiezufuhr zur Kernstation abschalten. Tun Sie's. Übersetzung nicht bestätigt |
Αν γυρίσεις το αεροπλάνο, θα τον επιβραδύνω περισσότερο. | Wenn das Flugzeug umkehrt, kann ich ihn weiter verlangsamen. Übersetzung nicht bestätigt |
Μπορώ να επιβραδύνω την αντίστροφη μέτρηση, να κερδίσω αρκετό χρόνο για να παραβιάσω την κεντρική μονάδα του αντιδραστήρα. Απλά δώσε μου λίγο χρόνο. | Ich kann den Countdown verlangsamen und ihn dann knacken. Übersetzung nicht bestätigt |
Πρέπει να επιβραδύνω το σκάφος. | Gut, ich muss das verlangsamen. Übersetzung nicht bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Deutsche Synonyme |
---|
verlangsamen |
entschleunigen |
Noch keine Grammatik zu επιβραδύνω.
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | verlangsame | ||
du | verlangsamst | |||
er, sie, es | verlangsamt | |||
Präteritum | ich | verlangsamte | ||
Konjunktiv II | ich | verlangsamte | ||
Imperativ | Singular | verlangsame! | ||
Plural | verlangsamt! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
verlangsamt | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:verlangsamen |
επιβραδύνω [epivraδíno] -ομαι : α.μειώνω την ταχύτητα με την οποία κινείται ή λειτουργεί κτ., το κάνω να κινείται ή να λειτουργεί πιο αργά: επιβραδύνω την κίνηση ενός οχήματος / τη λειτουργία μιας μηχανής. Kίνηση που επιβραδύνεται ομαλά. ANT επιταχύνεται. β. μειώνω την ταχύτητα με την οποία γίνεται κτ., το κάνω να γίνεται αργότερα. ANT επιταχύνω: επιβραδύνω το βήμα μου / την παραγωγή. Πρέπει να επιβραδύνουμε τις προετοιμασίες. H τεχνητή θέρμανση επιβραδύνει την ανάπτυξη των φυτών. Mε τον πόλεμο επιβραδύνεται η τεχνική εξέλιξη / επιβραδύνονται οι κοινωνικές αλλαγές. || καθυστερώ. ANT επισπεύδω: Aπρόβλεπτοι παράγοντες επιβραδύνουν την αναχώρησή μου / την έκδοση της δικαστικής απόφασης. H οικονομική κρίση θα επιβραδύνει την ανάκαμψη της οικονομίας.
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.