εξορίζω Verb  [eksorizo, eksorizw]

  Verb
(2)

Etymologie zu εξορίζω

εξορίζω altgriechisch ἐξορίζω ἐξ + ὁρίζω ὅρος (=όριο, σύνορο)


GriechischDeutsch
Πολλές γιορτές, να αναγγέλω ιππότες, να ανοίγω supermarket, να εξορίζω, ή να ποζάρω για γραμματόσημα.Eröffnungen, aber hin und wieder kann man verbannen oder für Briefmarken posieren.

Übersetzung nicht bestätigt

Με την εξουσία που μου έχει δοθεί από το μαγεμένο τάγμα των Πρεσβύτερων Ξωτικών... εγώ, ο Κάλντορφ ο Μέγας... εξορίζω... την Ντριζέλντα την μάγισσα, για εξάσκηση μαύρης μαγείας... για απειλή κατά του χωριού μας... και για χρήση κακών ζώων που ληστεύουν τους πολίτες μας.Durch die Macht, die mir durch den Orden der Elfen-Ältesten verliehen wurde, werde ich, Kaldorf der Große, hier und jetzt die Angeklagte, Drizelda die Hexe, wegen des Praktizierens dunkler Magie, der Gefährdung unseres Dorfes und des Einsatzes von fiesen, diebischen Tieren gegen unsere Bürger verbannen.

Übersetzung nicht bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu εξορίζω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
εξορίζωεξορίζουμε, εξορίζομεεξορίζομαιεξοριζόμαστε
εξορίζειςεξορίζετεεξορίζεσαιεξορίζεστε, εξοριζόσαστε
εξορίζειεξορίζουν(ε)εξορίζεταιεξορίζονται
Imper
fekt
εξόριζαεξορίζαμεεξοριζόμουν(α)εξοριζόμαστε, εξοριζόμασταν
εξόριζεςεξορίζατεεξοριζόσουν(α)εξοριζόσαστε, εξοριζόσασταν
εξόριζεεξόριζαν, εξορίζαν(ε)εξοριζόταν(ε)εξορίζονταν, εξοριζόντανε, εξοριζόντουσαν
Aoristεξόρισαεξορίσαμεεξορίστηκαεξοριστήκαμε
εξόρισεςεξορίσατεεξορίστηκεςεξοριστήκατε
εξόρισεεξόρισαν, εξορίσαν(ε)εξορίστηκεεξορίστηκαν, εξοριστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω εξορίσει
έχω εξορισμένο
έχουμε εξορίσει
έχουμε εξορισμένο
έχω εξοριστεί
είμαι εξορισμένος, -η
έχουμε εξοριστεί
είμαστε εξορισμένοι, -ες
έχεις εξορίσει
έχεις εξορισμένο
έχετε εξορίσει
έχετε εξορισμένο
έχεις εξοριστεί
είσαι εξορισμένος, -η
έχετε εξοριστεί
είστε εξορισμένοι, -ες
έχει εξορίσει
έχει εξορισμένο
έχουν εξορίσει
έχουν εξορισμένο
έχει εξοριστεί
είναι εξορισμένος, -η, -ο
έχουν εξοριστεί
είναι εξορισμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα εξορίσει
είχα εξορισμένο
είχαμε εξορίσει
είχαμε εξορισμένο
είχα εξοριστεί
ήμουν εξορισμένος, -η
είχαμε εξοριστεί
ήμαστε εξορισμένοι, -ες
είχες εξορίσει
είχες εξορισμένο
είχατε εξορίσει
είχατε εξορισμένο
είχες εξοριστεί
ήσουν εξορισμένος, -η
είχατε εξοριστεί
ήσαστε εξορισμένοι, -ες
είχε εξορίσει
είχε εξορισμένο
είχαν εξορίσει
είχαν εξορισμένο
είχε εξοριστεί
ήταν εξορισμένος, -η, -ο
είχαν εξοριστεί
ήταν εξορισμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα εξορίζωθα εξορίζουμε, θα εξορίζομεθα εξορίζομαιθα εξοριζόμαστε
θα εξορίζειςθα εξορίζετεθα εξορίζεσαιθα εξορίζεστε, θα εξοριζόσαστε
θα εξορίζειθα εξορίζουν(ε)θα εξορίζεταιθα εξορίζονται
Fut
ur
θα εξορίσωθα εξορίσουμε, θα εξορίζομεθα εξοριστώθα εξοριστούμε
θα εξορίσειςθα εξορίσετεθα εξοριστείςθα εξοριστείτε
θα εξορίσειθα εξορίσουν(ε)θα εξοριστείθα εξοριστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω εξορίσει
θα έχω εξορισμένο
θα έχουμε εξορίσει
θα έχουμε εξορισμένο
θα έχω εξοριστεί
θα είμαι εξορισμένος, -η
θα έχουμε εξοριστεί
θα είμαστε εξορισμένοι, -ες
θα έχεις εξορίσει
θα έχεις εξορισμένο
θα έχετε εξορίσει
θα έχετε εξορισμένο
θα έχεις εξοριστεί
θα είσαι εξορισμένος, -η
θα έχετε εξοριστεί
θα είστε εξορισμένοι, -ες
θα έχει εξορίσει
θα έχει εξορισμένο
θα έχουν εξορίσει
θα έχουν εξορισμένο
θα έχει εξοριστεί
θα είναι εξορισμένος, -η, -ο
θα έχουν εξοριστεί
θα είναι εξορισμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να εξορίζωνα εξορίζουμε, να εξορίζομενα εξορίζομαινα εξοριζόμαστε
να εξορίζειςνα εξορίζετενα εξορίζεσαινα εξορίζεστε, να εξοριζόσαστε
να εξορίζεινα εξορίζουν(ε)να εξορίζεταινα εξορίζονται
Aoristνα εξορίσωνα εξορίσουμε, να εξορίσομενα εξοριστώνα εξοριστούμε
να εξορίσειςνα εξορίσετενα εξοριστείςνα εξοριστείτε
να εξορίσεινα εξορίσουν(ε)να εξοριστείνα εξοριστούν(ε)
Perfνα έχω εξορίσει
να έχω εξορισμένο
να έχουμε εξορίσει
να έχουμε εξορισμένο
να έχω εξοριστεί
να είμαι εξορισμένος, -η
να έχουμε εξοριστεί
να είμαστε εξορισμένοι, -ες
να έχεις εξορίσει
να έχεις εξορισμένο
να έχετε εξορίσει
να έχετε εξορισμένο
να έχεις εξοριστεί
να είσαι εξορισμένος, -η
να έχετε εξοριστεί
να είστε εξορισμένοι, -ες
να έχει εξορίσει
να έχει εξορισμένο
να έχουν εξορίσει
να έχουν εξορισμένο
να έχει εξοριστεί
να είναι εξορισμένος, -η, -ο
να έχουν εξοριστεί
να είναι εξορισμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presεξόριζεεξορίζετεεξορίζεστε
Aoristεξόρισεεξορίστεεξορίσουεξοριστείτε
Part
izip
Presεξορίζονταςεξοριζόμενος
Perfέχοντας εξορίσει, έχοντας εξορισμένοεξορισμένος, -η, -οεξορισμένοι, -ες, -α
InfinAoristεξορίσειεξοριστεί





Griechische Definition zu εξορίζω

εξορίζω [eksorízo] -ομαι : 1.επιβάλλω εξορία σε κπ.: Οι Aθηναίοι θεώρησαν το Mιλτιάδη υπεύθυνο της ήττας και τον εξόρισαν. εξορίζω κπ. μέσα στα όρια της χώρας, τον εκτοπίζω: Οι αντίπαλοι της δικτατορίας φυλακίζονταν ή εξορίζονταν. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback