Griechisch | Deutsch |
---|---|
Η Επιτροπή κατανοεί ότι, σ’ αυτό το πλαίσιο, το θετικό αποτέλεσμα της αξιολόγησης θα μπορούσε να δώσει τη λανθασμένη εντύπωση ότι η επένδυση στον SMP ήταν μια συνολικά επικερδής απόφαση, ενώ στην πραγματικότητα, το αποτέλεσμα σήμαινε μόνο ότι, από τη στιγμή που ήδη είχε πραγματοποιηθεί η επένδυση, ήταν πιο λογικό να το λειτουργήσει με την ελπίδα ότι συνολικά οι ζημίες θα ήταν χαμηλότερες. | Die Kommission erkennt an, dass das positive Ergebnis der Beurteilung in diesem Zusammenhang den falschen Eindruck vermitteln konnte, dass Investitionen in SMP sich generell lohnten, obwohl das Ergebnis im Grunde nur aussagte, dass ein Weiterbetrieb in der Hoffnung, insgesamt weniger Verlust zu machen, nahe liegend sei, da bereits investiert worden war. Übersetzung bestätigt |
Για την Corus, η Carsid δεν έχει πολλές ελπίδες να επιτύχει βιώσιμο επίπεδο κερδοφορίας. | Für Corus gibt es wenig Hoffnung, dass Carsid ein lebensfähiges Gewinnniveau erreicht. Übersetzung bestätigt |
Ο πλοιοκτήτης εξέφρασε την ελπίδα ότι η Επιτροπή θα ενέκρινε την ενίσχυση που χορηγήθηκε στο ναυπηγείο. | Er brachte seine Hoffnung zum Ausdruck, dass die Kommission die der Werft gewährte Beihilfe genehmigt. Übersetzung bestätigt |
Εξέφρασε την ελπίδα ότι η Επιτροπή θα τερμάτιζε άμεσα τη διαδικασία έρευνας και θα ενέκρινε την ενίσχυση που έλαβε το ναυπηγείο. | Sie brachte ihre Hoffnung zum Ausdruck, dass die Kommission das Prüfverfahren unverzüglich einstellt und die der Werft gewährte Beihilfe genehmigt. Übersetzung bestätigt |
Μπορεί να περιγράψει εμπειρίες, διάφορα γεγονότα, όνειρα, ελπίδες και στόχους και να αιτιολογεί και να εξηγεί εν συντομία απόψεις και σχέδια. | Kann über Erfahrungen und Ereignisse berichten, Träume, Hoffnungen und Ziele beschreiben und zu Plänen und Ansichten kurze Begründungen oder Erklärungen geben. Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Deutsche Synonyme |
---|
Hoffnung |
Zutrauen |
Zukunftserwartung |
Singular | Plural | |
---|---|---|
Nominativ | die Hoffnung | die Hoffnungen |
Genitiv | der Hoffnung | der Hoffnungen |
Dativ | der Hoffnung | den Hoffnungen |
Akkusativ | die Hoffnung | die Hoffnungen |
ελπίδα η [elpiδa] : α.η σχετική ή απόλυτη βεβαιότητα ότι θα συμβεί κτ. καλό (επιθυμητό, ευχάριστο, ωφέλιμο κτλ.): Έχω την ελπίδα ότι θα επιτύχουμε, ελπίζω. Kαμιά ελπίδα σωτηρίας δεν έχουν / δεν υπάρχει. Γλυκιά / τελευταία / μάταιη ελπίδα. Aναθερμαίνω / ανανεώνω την ελπίδα. Διαψεύδεται η ελπίδα. Aναπτερώνονται οι ελπίδες μου. H ελπίδα πεθαίνει πάντα τελευταία, για να δηλώσουμε ότι ο άνθρωπος ελπίζει πάντα ως την τελευταία στιγμή. || ό,τι ελπίζει, προσδοκά κάποιος: Φρούδες ελπίδες, μάταιες, ανώφελες. Mας μίλησε για τις ελπίδες και τα όνειρά του. (έκφρ.) παρ΄ ελπίδα, απροσδόκητα. πάμε στο άγνωστο με βάρκα* την ελπίδα. β. το πρόσωπο ή το πράγμα από το οποίο ελπίζει κάποιος κτ.: Εσύ είσαι η ελπίδα της ζωής μου. Tελευταία του ελπίδα ήταν η κληρονομιά του θείου του / το λαχείο. || (αθλ.): Εθνική (ομάδα) ελπίδων, στα ομαδικά αθλήματα, η εθνική ομάδα μιας χώρας που αποτελείται από νεαρούς αθλητές ορισμένης ηλικίας.
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.