ελιγμός altgriechisch ἑλιγμός (3,4. (Lehnübersetzung) französisch circonvolution)
Griechisch | Deutsch |
---|---|
εναέριοι ελιγμοί, συμπεριλαμβανομένων ελιγμών υπό κρίσιμες συνθήκες, και συναφείς ελιγμοί «ανάγκης», που είναι εφικτοί από τεχνική άποψη· | Flugmanöver, einschließlich kritischer Situationen und damit zusammenhängender „Upset“-Manöver, soweit technisch durchführbar; Übersetzung bestätigt |
δεδομένα ατυχήματος όπως τύπος ατυχήματος, τύπος σύγκρουσης, όχημα και ελιγμός οδηγού· | Angaben zum Unfall selbst wie Unfallart, Kollisionsart, Fahrzeugbewegung, Manöver des Fahrers; Übersetzung bestätigt |
«ακροβατική πτήση», ο σκόπιμος ελιγμός ο οποίος περιλαμβάνει απότομη αλλαγή στη στάση του αεροσκάφους, ασυνήθιστη στάση, ή ασυνήθιστη επιτάχυνση, όχι απαραίτητη για κανονική πτήση ή για εκπαίδευση για πτυχία ή ικανότητες πλην των πτυχίων ή ικανοτήτων ακροβατικής πτήσης. | „Kunstflug“ bezeichnet ein absichtliches Manöver in Form einer abrupten Änderung der Fluglage eines Luftfahrzeugs, eine abnorme Fluglage oder eine abnorme Beschleunigung, die für einen normalen Flug oder für die Unterweisung für Lizenzen oder Berechtigungen außer der Kunstflugberechtigung nicht notwendig sind. Übersetzung bestätigt |
«ακροβατική πτήση», σκόπιμοι ελιγμοί που εκτελεί αεροσκάφος οι οποίοι περιλαμβάνουν απότομη αλλαγή στη στάση του αεροσκάφους, ασυνήθιστη στάση, ή ασυνήθιστη διακύμανση της ταχύτητας, όχι απαραίτητη για κανονική πτήση ή για εκπαίδευση με σκοπό πτυχία ή ικανότητες πλην εκείνων ακροβατικής πτήσης· | „Kunstflug“ ein absichtliches Manöver in Form einer abrupten Änderung der Fluglage eines Luftfahrzeugs, eine abnorme Fluglage oder eine abnorme Beschleunigung, die für einen normalen Flug oder für die Unterweisung für Lizenzen oder Berechtigungen außer der Kunstflugberechtigung nicht notwendig sind; Übersetzung bestätigt |
διαδικασίες και ελιγμοί για πτητική λειτουργία IFR υπό κανονικές, μη κανονικές συνθήκες και υπό συνθήκες έκτακτης ανάγκης που καλύπτουν τουλάχιστον: | Verfahren und Manöver für IFR-Betrieb unter normalen, außergewöhnlichen und Notfallbedingungen, die mindestens Folgendes umfassen: Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
μανούβρα |
στροφή |
στρίψιμο |
στρατήγημα |
υπεκφυγή |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
ελιγμός αντιπερισπασμού |
Deutsche Synonyme |
---|
Manöver |
Volte |
Winkelzug |
Trick |
Kabinettstück |
Kabinettstückchen |
Singular | Plural | |
---|---|---|
Nominativ | der Winkelzug | die Winkelzüge |
Genitiv | des Winkelzuges des Winkelzugs | der Winkelzüge |
Dativ | dem Winkelzug dem Winkelzuge | den Winkelzügen |
Akkusativ | den Winkelzug | die Winkelzüge |
ελιγμός ο [edivγmós] : 1.κίνηση με κατεύθυνση ελικοειδή, οφιοειδή, ημικυκλική κτλ., για την αποφυγή ή την παράκαμψη εμποδίου που δεν επιτρέπει ή κάνει επικίνδυνη την κίνηση σε ευθεία γραμμή: Kατάλληλος / επιδέξιος / απότομος ελιγμός. Kάνω ελιγμούς / ελιγμό, ελίσσομαι. M΄ έναν επιδέξιο ελιγμό, πρώτα δεξιά και ύστερα εμπρός και αριστερά, παρέκαμψε το εμπόδιο. Ο δρόμος ήταν γεμάτος λακκούβες και το αυτοκίνητο προχωρούσε με συνεχείς ελιγμούς. || ελικοειδής καμπή δρόμου, κατεύθυνση σχεδόν κυκλική· (πρβ. κλειστή στροφή, φουρκέτα): «Προσοχή! ελιγμός σε 500 μέτρα». Ο δρόμος ανέβαινε ως την κορυφή με συνεχείς ελιγμούς. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.